επιπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐπιπίπτω]]) [[πίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον, ρίχνομαι [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] («εἰ ἐπιπέσοι [[σπέρμα]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] («ἐπέπεσε | |mltxt=(Α [[ἐπιπίπτω]]) [[πίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον, ρίχνομαι [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] («εἰ ἐπιπέσοι [[σπέρμα]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] («ἐπέπεσε μοῖρα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[χρέος]]) [[προσαυξάνω]]<br /><b>4.</b> (για [[θύελλα]]) [[ενσκήπτω]]<br /><b>5.</b> (για [[δυστύχημα]] <b>κ.λπ.</b>) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]] («οὐχὶ σοὶ μόνα ἐπέπεσον λῡπαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
Greek Monolingual
(Α ἐπιπίπτω) πίπτω
πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις», Ξεν.)
αρχ.
1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.)
2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῖρα», Πίνδ.)
3. (για χρέος) προσαυξάνω
4. (για θύελλα) ενσκήπτω
5. (για δυστύχημα κ.λπ.) επέρχομαι, συμβαίνω («οὐχὶ σοὶ μόνα ἐπέπεσον λῡπαι», Ευρ.)
6. συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω.