κίκυς: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(20) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ἡ, od. richtiger mit Bekker [[κῖκυς]] geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι [[κῖκυς]] οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ἡ, od. richtiger mit Bekker [[κῖκυς]] geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι [[κῖκυς]] οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die [[Kraft]], Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς [[ἔμπεδος]] [[οὐδέ]] τι [[κίκυς]] Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως [[κίνησις]]; man leitete es von κίω ab. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κῑκυς, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[δύναμη]], [[ενεργητικότητα]] («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι | |mltxt=κῑκυς, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[δύναμη]], [[ενεργητικότητα]] («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις [[δύναμη]] [[μέσα]] σου [[ούτε]] τρέχει στις φλέβες σου [[αίμα]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. <i>κικFός</i> «[[ισχυρός]]», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., [[είναι]] όπως τα <i>Κῖκος</i>, <i>Κίκων</i>, <i>Κίκκων</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, od. richtiger mit Bekker κῖκυς geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die Kraft, Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κίκυς Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως κίνησις; man leitete es von κίω ab.
Greek Monolingual
κῑκυς, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. κικFός «ισχυρός», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., είναι όπως τα Κῖκος, Κίκων, Κίκκων].