λίστρο: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[λίστρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[εργαλείο]] για [[λείανση]] επιφανειών<br /><b>αρχ.</b><br />σιδερένιο [[φτυάρι]] χρήσιμο για [[εξομάλυνση]] ή [[επιπέδωση]] του εδάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. [[λέξη]], που δηλώνει όργανο με κατάλ. -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>άρο</i>-<i>τρον</i>, <i>ζεύσ</i>-<i>τρον</i>), πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λίτ</i>-<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>λίς</i>, [[λιτός]] <i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu</i>, <i>list</i> και λιθουαν. <i>lydyti</i> «[[σκαλίζω]] τη γη» ([[πρβλ]]. [[λίσγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λίδ</i>-[[σκος]]). Εξίσου απίθανη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με λατ. lῑra «[[αυλάκι]]»].
|mltxt=το (Α [[λίστρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[εργαλείο]] για [[λείανση]] επιφανειών<br /><b>αρχ.</b><br />σιδερένιο [[φτυάρι]] χρήσιμο για [[εξομάλυνση]] ή [[επιπέδωση]] του εδάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. [[λέξη]], που δηλώνει όργανο με κατάλ. -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[άροτρον]], [[ζεύστρον]]), πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λίτ</i>-<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>λίς</i>, [[λιτός]] <i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu</i>, <i>list</i> και λιθουαν. <i>lydyti</i> «[[σκαλίζω]] τη γη» ([[πρβλ]]. [[λίσγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λίδ</i>-[[σκος]]). Εξίσου απίθανη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με λατ. lῖra «[[αυλάκι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

το (Α λίστρον)
νεοελλ.
κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών
αρχ.
σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. -τρον (πρβλ. άροτρον, ζεύστρον), πιθ. < λίτ-τρον (πρβλ. λίς, λιτός ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu, list και λιθουαν. lydyti «σκαλίζω τη γη» (πρβλ. λίσγος < λίδ-σκος). Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση με λατ. lῖra «αυλάκι»].