λίσγος
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
German (Pape)
[Seite 53] ὁ (verwandt mit λίστρον, ligo), spätes Wort, Grabscheit, Schaufel, Hacke zum Ebenen des Bodens, Artemidor. 2, 24 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bêche, hoyau.
Étymologie: cf. lat. ligo -- DELG pas d'étym. claire.
Greek Monolingual
ο (Α λίσγος)
είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < λίγσκος (πρβλ. μίσγω < μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, -ōnis «αξίνα». Κατ' άλλους < λίδ-σκος (πρβλ. λίστρον)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: only dimin. λισγάριον spade, mattock (sch. Theoc. 4, 10, Suid. s. σκαφείδιον), NGr. λισγάρι.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Several hypotheses: from *λίγ-σκος to Lat. ligō mattock (Prellwitz1); from *λίδ-σκος (Prellwitz2) or *λίδ-γος (Specht KZ 66, 220) to λίστρον (s. v.). Fur. 294 objects to a suffix -σκ-, referring to Schwyzer 541. So rather Pre-Greek.
Frisk Etymology German
λίσγος: {lísgos}
Meaning: nur im Demin. λισγάριον Grabscheit, Hacke zum Ebnen des Bodens (Sch. Theok. 4, 10, Suid. s. σκαφείδιον), ngr. λισγάρι.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Verschiedene Hypothesen: aus *λίγσκος zu lat. ligō Hacke (Prellwitz1 u.a.); aus *λίδσκος (Prellwitz2) oder *λίδγος (Specht KZ 66, 220) zu λίστρον (s. d.).
Page 2,129