ναυλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αναυλώνω (ΑΜ [[ναυλῶ]], [[ναυλόω]], Μ και [[ναυλώνω]]) [[ναύλον]]<br /><b>1.</b> (για πλοιοκτήτη) [[παρέχω]] το [[πλοίο]] μου για τη [[μεταφορά]] προσώπων ή φορτίου [[αντί]] χρηματικού ποσού, [[εκμισθώνω]] το [[πλοίο]] μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῦντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[ναυλώνω]] και <i>ναυλώνομαι</i><br />[[μισθώνω]] το [[πλοίο]] κάποιου για δική μου [[χρήση]] [[αντί]] χρηματικού ποσού που [[καταβάλλω]] στον πλοιοκτήτη («πλοῖον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το παθ.) (για [[πλοίο]]) παρέχομαι [[αντί]] χρηματικού ποσού για τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή φορτίου.
|mltxt=και αναυλώνω (ΑΜ [[ναυλῶ]], [[ναυλόω]], Μ και [[ναυλώνω]]) [[ναύλον]]<br /><b>1.</b> (για πλοιοκτήτη) [[παρέχω]] το [[πλοίο]] μου για τη [[μεταφορά]] προσώπων ή φορτίου [[αντί]] χρηματικού ποσού, [[εκμισθώνω]] το [[πλοίο]] μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῖα ναυλοῦντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[ναυλώνω]] και <i>ναυλώνομαι</i><br />[[μισθώνω]] το [[πλοίο]] κάποιου για δική μου [[χρήση]] [[αντί]] χρηματικού ποσού που [[καταβάλλω]] στον πλοιοκτήτη («πλοῖον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το παθ.) (για [[πλοίο]]) παρέχομαι [[αντί]] χρηματικού ποσού για τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή φορτίου.
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Greek Monolingual

και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, ναυλόω, Μ και ναυλώνω) ναύλον
1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῖα ναυλοῦντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», Πλούτ.)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) ναυλώνω και ναυλώνομαι
μισθώνω το πλοίο κάποιου για δική μου χρήση αντί χρηματικού ποσού που καταβάλλω στον πλοιοκτήτη («πλοῖον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)
νεοελλ.
(το παθ.) (για πλοίο) παρέχομαι αντί χρηματικού ποσού για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου.