ναυλόω
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
(ναῦλος) let one's ship for hire, Plu.2.707c, OGI572.42 (Myra), PLond.3.948.1 (iii A. D.):—Med., hire a ship, Plb.31.12.11, Ath.12.521a, PFlor.305.4 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 231] ein Schiff vermiethen, Plut. symp. 7, 6, 2; med., sich ein Schiff miethen, ἐναυλώσατο ναῦν, Pol. 31, 20, 11.
French (Bailly abrégé)
ναυλῶ :
donner à fret, fréter un navire.
Étymologie: ναῦλον.
Greek (Liddell-Scott)
ναυλόω: (ναῦλον) δίδω τὸ πλοῖόν μου μὲ ναῦλον, οἱ τὰ πλοῖα ναυλοῦντες ὅ,τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι Πλούτ. 2. 707C, Σύλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι)· 4302a· Β. 18. ― Μέσ., ναυλώνω, λαμβάνω πλοῖον μὲ ναῦλον, ναῦν ἐναυλώσατο Πολύβ. 31. 20, 11, Ἀθήν. 521Α.
Russian (Dvoretsky)
ναυλόω: сдавать корабль для перевозки грузов, отдавать судно внаем (ν. τὰ πλοῖα Plut.); med. фрахтовать (корабль), нанимать (ναῦν Polyb.).
Greek Monolingual
και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, ναυλόω, Μ και ναυλώνω) ναύλον
1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῖα ναυλοῦντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», Πλούτ.)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) ναυλώνω και ναυλώνομαι
μισθώνω το πλοίο κάποιου για δική μου χρήση αντί χρηματικού ποσού που καταβάλλω στον πλοιοκτήτη («πλοῖον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)
νεοελλ.
(το παθ.) (για πλοίο) παρέχομαι αντί χρηματικού ποσού για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου.