νεακόνητος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neakonitos
|Transliteration C=neakonitos
|Beta Code=neako/nhtos
|Beta Code=neako/nhtos
|Definition=ον, [[newly-whetted]], νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1394</span> (lyr.); cf. [[αἷμα]] ''ΙΙ'' fin.</span>
|Definition=νεακόνητον, [[newly-whetted]], νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων S.''El.''1394 (lyr.); cf. [[αἷμα]] ''ΙΙ'' fin.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκονάω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεήκης]].
|btext=ος, ον :<br />[[fraîchement aiguisé]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκονάω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεήκης]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεακόνητος]] και [[νεοκόνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀκονῶ</i> «[[ακονίζω]]»].
|mltxt=[[νεακόνητος]] και [[νεοκόνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῖν ἔχων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀκονῶ</i> «[[ακονίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾰκόνητος Medium diacritics: νεακόνητος Low diacritics: νεακόνητος Capitals: ΝΕΑΚΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neakónētos Transliteration B: neakonētos Transliteration C: neakonitos Beta Code: neako/nhtos

English (LSJ)

νεακόνητον, newly-whetted, νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων S.El.1394 (lyr.); cf. αἷμα ΙΙ fin.

German (Pape)

[Seite 234] neu geschärft, eben erst geschliffen, Hesych., Schol. Soph. El. [Vgl. über das α Lob. zu Phryn. 701.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.
Par. νεήκης.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱκόνητος: недавно отточенный (αἶμα = ξίφος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱκόνητος: -ον, (ἀκονάω) ὁ νεωστὶ ἠκονημένος, γραφὴ τῶν Ἀντιγραφέων ἐν Σοφ. Ἠλ. 1395 νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων, ἔνθα ὁ Σχολ. (μετὰ τοῦ Ἡσύχ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μεγ. καὶ Α. Β 356. 20) ἑρμηνεύει τὴν λέξιν αἷμα διὰ τῆς λέξ. ξίφος· - ἀλλὰ ἡ γραφὴ νεᾱκόνητον δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθή, ἀφ’ οὗ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τὴν β΄ συλλαβὴν βραχεῖαν· ἐντεῦθεν ἡ διάφ. γραφ. παρὰ τῷ Σχολ. νεοκόνητον (ἐκ τοῦ καίνω, κέκονα), νεωστὶ χυθείς, ὡς τὸ νεόφονος· ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀφ’ οὗ πρόκειται οὐχὶ περὶ αἵματος χυθέντος, ἀλλὰ περὶ μέλλοντος ἐντὸς ὀλίγου νὰ χυθῇ· ἀλλ’ ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

νεακόνητος και νεοκόνητος, -ον (Α)
αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῖν ἔχων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκονῶ «ακονίζω»].

Greek Monotonic

νεᾰκόνητος: -ον (ἀκονάω), αυτός που έχει ακονιστεί πρόσφατα, σε Σοφ.

Middle Liddell

νε-ᾱκόνητος, ον ἀκονάω
newly-whetted, Soph.