μυττός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myttos | |Transliteration C=myttos | ||
|Beta Code=mutto/s | |Beta Code=mutto/s | ||
|Definition= | |Definition=μυττόν,<br><span class="bld">A</span> [[dumb]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> = [[γυναικεῖον αἰδοῖον]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυττός]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐν[ν]εός ([[άφωνος]])<br />καὶ τὸ γυναικεῖον ( | |mltxt=[[μυττός]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐν[ν]εός ([[άφωνος]])<br />καὶ τὸ γυναικεῖον (αἰδοῖον)».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[άφωνος]]» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. [[μυττός]] και [[μύτις]]. Δεν [[είναι]] βέβαιο αν τα -<i>ττ</i>- ανάγονται σε -<i>κy</i>-, ([[μυττός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυ</i>-<i>κy</i>-<i>ός</i>), ενώ [[είναι]] πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε [[επίσης]] και το γυναικείο [[αιδοίο]], [[χρήση]] που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη [[μαρτυρία]] κύριων ον., όπως λ. χ. <i>Μυτᾶς</i>, <i>Μύτις</i>, <i>Μυτίων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">τὸ γυναικεῖον</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur. 218 compares <b class="b3">βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον</b> H, which proves Pre-Greek origin. Cf. [[μυκός]]<br />See also: s. [[μυκός]] | |etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">τὸ γυναικεῖον</b> [[H]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur. 218 compares <b class="b3">βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον</b> H, which proves Pre-Greek origin. Cf. [[μυκός]]<br />See also: s. [[μυκός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
μυττόν,
A dumb, Hsch.
II = γυναικεῖον αἰδοῖον, Id.
German (Pape)
[Seite 223] mutus, stumm, Hesych.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
litt. « le muet » (antonyme de τιτίς en quelque sorte), pour désigner le sexe de la femme.
Étymologie: DELG plaisanterie.
Greek (Liddell-Scott)
μυττός: -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ γυναικεῖον» Ἡσύχ.· πρβλ. μύδος.
Greek Monolingual
μυττός, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος)
καὶ τὸ γυναικεῖον (αἰδοῖον)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα -ττ- ανάγονται σε -κy-, (μυττός < μυ-κy-ός), ενώ είναι πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε επίσης και το γυναικείο αιδοίο, χρήση που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία κύριων ον., όπως λ. χ. Μυτᾶς, Μύτις, Μυτίων].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: τὸ γυναικεῖον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 218 compares βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον H, which proves Pre-Greek origin. Cf. μυκός
See also: s. μυκός