πατρώος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πατρῷος]], -α, -ον και [[πατρώιος]], και επικ. και ιων. τ. [[πατρώιος]], -η, -ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και [[πατρούεος]], -ον, ΝΜΑ<br />ο προερχόμενος από τους προγόνους, [[πατροπαράδοτος]], [[κληρονομικός]] («πατρῴα [[δόξα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, [[πάτριος]] («[[πατρῷος]], [[ἆθλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) «<i>τὰ πατρώια</i>» — τα [[πατρικά]] [[αγαθά]], η πατρική [[κληρονομιά]], τα [[πατρικά]] («[[πατρῷος]] [[κλῆρος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πατρῷοι θεοί» — οι προστάτες θεοί μιας οικογένειας, ενός λαού, μιας πόλης, όπως ο Απόλλων στην αρχ. Αθήνα ή ο [[Ζευς]] στους Δωριείς<br />β) «[[Ζεὺς]] [[πατρῷος]]» — ο [[Ζευς]] ως [[προστάτης]] τών οικογενειακῶν δικαίων ή του Ηρακλέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάτρως]], <i>πάτρωος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μητρῷος]] <span style="color: red;"><</span> [[μήτρως]]). Το επίθ. [[πατρῷος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα [[πατρικά]] [[αγαθά]], την [[κληρονομιά]] που προέρχεται από τον [[πατέρα]] και διακρίνεται, ήδη από την [[εποχή]] του Ομήρου, από το [[πάτριος]], το οποίο αναφέρεται [[κυρίως]] σε παραδόσεις, νόμους και έθιμα].
|mltxt=-α, -ο / [[πατρῷος]], -α, -ον και [[πατρώιος]], και επικ. και ιων. τ. [[πατρώιος]], -η, -ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῖος και [[πατρούεος]], -ον, ΝΜΑ<br />ο προερχόμενος από τους προγόνους, [[πατροπαράδοτος]], [[κληρονομικός]] («πατρῴα [[δόξα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, [[πάτριος]] («[[πατρῷος]], [[ἆθλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) «<i>τὰ πατρώια</i>» — τα [[πατρικά]] [[αγαθά]], η πατρική [[κληρονομιά]], τα [[πατρικά]] («[[πατρῷος]] [[κλῆρος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πατρῷοι θεοί» — οι προστάτες θεοί μιας οικογένειας, ενός λαού, μιας πόλης, όπως ο Απόλλων στην αρχ. Αθήνα ή ο [[Ζευς]] στους Δωριείς<br />β) «[[Ζεὺς]] [[πατρῷος]]» — ο [[Ζευς]] ως [[προστάτης]] τών οικογενειακῶν δικαίων ή του Ηρακλέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάτρως]], <i>πάτρωος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μητρῷος]] <span style="color: red;"><</span> [[μήτρως]]). Το επίθ. [[πατρῷος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα [[πατρικά]] [[αγαθά]], την [[κληρονομιά]] που προέρχεται από τον [[πατέρα]] και διακρίνεται, ήδη από την [[εποχή]] του Ομήρου, από το [[πάτριος]], το οποίο αναφέρεται [[κυρίως]] σε παραδόσεις, νόμους και έθιμα].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

-α, -ο / πατρῷος, -α, -ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, -η, -ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῖος και πατρούεος, -ον, ΝΜΑ
ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στον πατέρα κάποιου, πάτριοςπατρῷος, ἆθλος», Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τὰ πατρώια» — τα πατρικά αγαθά, η πατρική κληρονομιά, τα πατρικάπατρῷος κλῆρος», Πλάτ.)
3. φρ. α) «πατρῷοι θεοί» — οι προστάτες θεοί μιας οικογένειας, ενός λαού, μιας πόλης, όπως ο Απόλλων στην αρχ. Αθήνα ή ο Ζευς στους Δωριείς
β) «Ζεὺς πατρῷος» — ο Ζευς ως προστάτης τών οικογενειακῶν δικαίων ή του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρως, πάτρωος + κατάλ. -ιος (πρβλ. μητρῷος < μήτρως). Το επίθ. πατρῷος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πατρικά αγαθά, την κληρονομιά που προέρχεται από τον πατέρα και διακρίνεται, ήδη από την εποχή του Ομήρου, από το πάτριος, το οποίο αναφέρεται κυρίως σε παραδόσεις, νόμους και έθιμα].