τητάνιος: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σητάνειος]] και [[σητάνιος]] και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για διάφορους καρπούς και [[κυρίως]] για το [[σιτάρι]]) ο [[φετινός]], αυτής της χρονιάς, [[νέας]] συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.<br />β. «σητάνεια κρόμμυα»)<br /><b>2.</b> (για [[σιτάρι]]) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («... | |mltxt=και [[σητάνειος]] και [[σητάνιος]] και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για διάφορους καρπούς και [[κυρίως]] για το [[σιτάρι]]) ο [[φετινός]], αυτής της χρονιάς, [[νέας]] συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.<br />β. «σητάνεια κρόμμυα»)<br /><b>2.</b> (για [[σιτάρι]]) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῖ δὲ ἡ [[λέξις]] τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σητάνιον]]<br />το [[φυτό]] [[ἐπιμηλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆτες]] / [[σῆτες]] / [[σᾶτες]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπηετ</i>-<i>αν</i>-<i>ός</i> «[[φετινός]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
v. σητάνειος.
Greek Monolingual
και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α
1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής της χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.
β. «σητάνεια κρόμμυα»)
2. (για σιτάρι) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῖ δὲ ἡ λέξις τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», Ησύχ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σητάνιον
το φυτό ἐπιμηλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + επίθημα -αν-ιος (πρβλ. ἐπηετ-αν-ός «φετινός»)].