χυτρίνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιλότητα]] σε περιστερώνα, [[φωλιά]] ζευγαριού περιστεριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθύ [[κοίλωμα]] σε [[κοίτη]] ποταμού ή σε βυθό έλους<br /><b>2.</b> [[βαθιά]] οπή στο [[έδαφος]] από την οποία αναβλύζει [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρος]] / <i>κύθρος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ἐλεγξ</i>-<i>ῖνος</i>)].
|mltxt=και κυθρῖνος, ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιλότητα]] σε περιστερώνα, [[φωλιά]] ζευγαριού περιστεριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθύ [[κοίλωμα]] σε [[κοίτη]] ποταμού ή σε βυθό έλους<br /><b>2.</b> [[βαθιά]] οπή στο [[έδαφος]] από την οποία αναβλύζει [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρος]] / <i>κύθρος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[ἐλεγξῖνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Greek Monolingual

και κυθρῖνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών
αρχ.
1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους
2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἐλεγξῖνος)].