ὁλοήμερος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ολήμερος]], -η, -ο (Α [[ὁλοήμερος]] και [[ὁλήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί όλη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται όλη την [[ημέρα]] («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολοήμερα</i> (Μ ὁλοημέρως)<br /><b>1.</b> καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όλη την [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]].
|mltxt=και [[ολήμερος]], -η, -ο (Α [[ὁλοήμερος]] και [[ὁλήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί όλη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται όλη την [[ημέρα]] («ὁλοήμεροι ποταμῖται», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολοήμερα</i> (Μ ὁλοημέρως)<br /><b>1.</b> καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όλη την [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]].
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοήμερος Medium diacritics: ὁλοήμερος Low diacritics: ολοήμερος Capitals: ΟΛΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: holoḗmeros Transliteration B: holoēmeros Transliteration C: oloimeros Beta Code: o(loh/meros

English (LSJ)

ὁλοήμερον,
A working the wholeday, BGU14iii 2, al.(iii A. D.).
II lasting the whole day, in Adv. ὁλοημέρως Tz.ad Hes.Op.566.

German (Pape)

[Seite 325] den ganzen Tag dauernd, s. Lob. Phryn. 676.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοήμερος: -ον, ὁ διαρκῶν ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐπίρρ. -ρως, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556.

Greek Monolingual

και ολήμερος, -η, -ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα
2. αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῖται», πάπ.).
επίρρ...
ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως)
1. καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, όλη την ημέρα
2. συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + ἡμέρα.