ἑρμίν: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑρμίν]], -ῑνος και [[ἑρμίς]], -ῑνος, ο (Α)<br />[[έρμα]] το [[στήριγμα]] του κρεβατιού, το [[πόδι]] του κρεβατιού, το [[στρίποδο]].
|mltxt=[[ἑρμίν]], -ῑνος και [[ἑρμίς]], -ῖνος, ο (Α)<br />[[έρμα]] το [[στήριγμα]] του κρεβατιού, το [[πόδι]] του κρεβατιού, το [[στρίποδο]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑρμίν:''' ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς.
|elrutext='''ἑρμίν:''' ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς.
}}
}}

Revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμίν Medium diacritics: ἑρμίν Low diacritics: ερμίν Capitals: ΕΡΜΙΝ
Transliteration A: hermín Transliteration B: hermin Transliteration C: ermin Beta Code: e(rmi/n

English (LSJ)

(Hdn.Gr.2.431) or ἑρμίς (Philem. 226), ῖνος, ὁ, = ἕρμα, bedpost, Od.8.278,23.198, Herod.3.16.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἑρμίς.

Greek Monolingual

ἑρμίν, -ῑνος και ἑρμίς, -ῖνος, ο (Α)
έρμα το στήριγμα του κρεβατιού, το πόδι του κρεβατιού, το στρίποδο.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμίν: ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς.