τοίχος: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / τοῑχος, ΝΜΑ<br />οικοδομικό [[έργο]] λιθοδομής ή πλινθοδομής, [[κατά]] κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο από υπερκείμενα δομικά υλικά, [[συνήθως]] συνδεδεμένα με [[κονίαμα]], που χτίζεται για να περιφράξει έναν χώρο ή να στηρίξει [[κάτι]], κν. [[σήμερα]] ντουβαρι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «και οι τοίχοι έχουν αφτιά» — δηλώνει ότι [[πρέπει]] [[κανείς]] να προσέχει και να παίρνει προφυλάξεις όταν πρόκειται να εκμυστηρευθεί σε κάποιον ένα [[μυστικό]]<br />β) «[[χτυπώ]] το [[κεφάλι]] μου στον τοίχο» — [[μετανιώνω]] [[πικρά]]<br />γ) «στον τοίχο [[μιλώ]] [ή τά λέω]» — λέγεται σε περιπτώσεις που ο [[συνομιλητής]] κάποιου δεν δίνει [[σημασία]], αδιαφορεί ή κωφεύει<br />δ) «τον τοίχο να ξύσεις, θα το βρεις» — λέγεται για [[κάτι]] που μπορεί [[κανείς]] να βρει εύκολα<br />ε) «περπατάει τοίχο τοίχο» — περπατάει με [[προφύλαξη]]<br />στ) «[[κόβω]] από τον τοίχο» — λέγεται για [[κάτι]] που [[είναι]] δύσκολο να το βρει [[κανείς]], να το αποκτήσει («που να τά βρω τα λεφτά, να τά κόψω από τον τοίχο;»)<br />ζ) «βάρεσε τον κώλο του στον τοίχο» — χρεωκόπησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πλευρά]] σκηνής<br /><b>2.</b> (εσφ. γρφ.) [[τείχος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ τοῑχοι</i><br />α) τα τοιχώματα, οι πλευρές πλοίου («αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῡσε [[κλύδων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) τα [[πλευρά]] του ανθρώπινου σώματος<br />γ) τα τοιχώματα ποτηριού ή αγγείου («ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ'», Φερεκρ.)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν» — λέγεται για κάποιον που αμφιταλαντεύεται (<b>Παυσ.</b>)<br />β) «ὁ εὖ πράττων [ή εὐτυχὴς] τοῑχος» — λέγεται για εκείνον που κάνει [[πάντοτε]] μόνον ό,τι τον εξυπηρετεί και τον συμφέρει (<b>Αριστοφ.</b>-<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τείχος]]].
|mltxt=ο / τοῑχος, ΝΜΑ<br />οικοδομικό [[έργο]] λιθοδομής ή πλινθοδομής, [[κατά]] κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο από υπερκείμενα δομικά υλικά, [[συνήθως]] συνδεδεμένα με [[κονίαμα]], που χτίζεται για να περιφράξει έναν χώρο ή να στηρίξει [[κάτι]], κν. [[σήμερα]] ντουβαρι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «και οι τοίχοι έχουν αφτιά» — δηλώνει ότι [[πρέπει]] [[κανείς]] να προσέχει και να παίρνει προφυλάξεις όταν πρόκειται να εκμυστηρευθεί σε κάποιον ένα [[μυστικό]]<br />β) «[[χτυπώ]] το [[κεφάλι]] μου στον τοίχο» — [[μετανιώνω]] [[πικρά]]<br />γ) «στον τοίχο [[μιλώ]] [ή τά λέω]» — λέγεται σε περιπτώσεις που ο [[συνομιλητής]] κάποιου δεν δίνει [[σημασία]], αδιαφορεί ή κωφεύει<br />δ) «τον τοίχο να ξύσεις, θα το βρεις» — λέγεται για [[κάτι]] που μπορεί [[κανείς]] να βρει εύκολα<br />ε) «περπατάει τοίχο τοίχο» — περπατάει με [[προφύλαξη]]<br />στ) «[[κόβω]] από τον τοίχο» — λέγεται για [[κάτι]] που [[είναι]] δύσκολο να το βρει [[κανείς]], να το αποκτήσει («που να τά βρω τα λεφτά, να τά κόψω από τον τοίχο;»)<br />ζ) «βάρεσε τον κώλο του στον τοίχο» — χρεωκόπησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πλευρά]] σκηνής<br /><b>2.</b> (εσφ. γρφ.) [[τείχος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ τοῑχοι</i><br />α) τα τοιχώματα, οι πλευρές πλοίου («αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῡσε [[κλύδων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) τα [[πλευρά]] του ανθρώπινου σώματος<br />γ) τα τοιχώματα ποτηριού ή αγγείου («ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ'», Φερεκρ.)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν» — λέγεται για κάποιον που αμφιταλαντεύεται (<b>Παυσ.</b>)<br />β) «ὁ εὖ πράττων [ή εὐτυχὴς] τοῖχος» — λέγεται για εκείνον που κάνει [[πάντοτε]] μόνον ό,τι τον εξυπηρετεί και τον συμφέρει (<b>Αριστοφ.</b>-<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τείχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο / τοῑχος, ΝΜΑ
οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο από υπερκείμενα δομικά υλικά, συνήθως συνδεδεμένα με κονίαμα, που χτίζεται για να περιφράξει έναν χώρο ή να στηρίξει κάτι, κν. σήμερα ντουβαρι
νεοελλ.
φρ. α) «και οι τοίχοι έχουν αφτιά» — δηλώνει ότι πρέπει κανείς να προσέχει και να παίρνει προφυλάξεις όταν πρόκειται να εκμυστηρευθεί σε κάποιον ένα μυστικό
β) «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο» — μετανιώνω πικρά
γ) «στον τοίχο μιλώ [ή τά λέω]» — λέγεται σε περιπτώσεις που ο συνομιλητής κάποιου δεν δίνει σημασία, αδιαφορεί ή κωφεύει
δ) «τον τοίχο να ξύσεις, θα το βρεις» — λέγεται για κάτι που μπορεί κανείς να βρει εύκολα
ε) «περπατάει τοίχο τοίχο» — περπατάει με προφύλαξη
στ) «κόβω από τον τοίχο» — λέγεται για κάτι που είναι δύσκολο να το βρει κανείς, να το αποκτήσει («που να τά βρω τα λεφτά, να τά κόψω από τον τοίχο;»)
ζ) «βάρεσε τον κώλο του στον τοίχο» — χρεωκόπησε
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) πλευρά σκηνής
2. (εσφ. γρφ.) τείχος
3. στον πληθ. oἱ τοῑχοι
α) τα τοιχώματα, οι πλευρές πλοίου («αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῡσε κλύδων», Ομ. Οδ.)
β) τα πλευρά του ανθρώπινου σώματος
γ) τα τοιχώματα ποτηριού ή αγγείου («ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ'», Φερεκρ.)
4. παροιμ. φρ. α) «τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν» — λέγεται για κάποιον που αμφιταλαντεύεται (Παυσ.)
β) «ὁ εὖ πράττων [ή εὐτυχὴς] τοῖχος» — λέγεται για εκείνον που κάνει πάντοτε μόνον ό,τι τον εξυπηρετεί και τον συμφέρει (Αριστοφ.-Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τείχος].