λινοκαλάμη: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=λῐνοκᾰλάμη
|Full diacritics=λῐνοκᾰλᾰ́μη
|Medium diacritics=λινοκαλάμη
|Medium diacritics=λινοκαλάμη
|Low diacritics=λινοκαλάμη
|Low diacritics=λινοκαλάμη

Revision as of 11:45, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοκᾰλᾰ́μη Medium diacritics: λινοκαλάμη Low diacritics: λινοκαλάμη Capitals: ΛΙΝΟΚΑΛΑΜΗ
Transliteration A: linokalámē Transliteration B: linokalamē Transliteration C: linokalami Beta Code: linokala/mh

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ, = ἀμοργίς, fine flax, PCair.Zen.470 (iii B. C.), Cleopatra ap.Gal.12.433, Sch.Ar.Lys.736; collectively, flax-straw, used as thatch, LXX Jo.2.6, cf. Eust.ad D.P.525, POxy.103.9 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 49] ἡ, = Folgdm, Schol. Ar. Lys. 736.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοκαλάμη: ἡ, = ἀμοργίς, λεπτὸν «λινάρι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736· περιληπτ., ἄχυρον λίνου ἢ ἀκοπάνιστον λινάρι, χρησιμεῦον πρὸς στέγασιν, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυῆ Βʹ, 6), πρβλ. Ἱππ. 580. 46, Διόδ. 1. 60· - λινοκαλαμίς, ἡ, ὄνομα τοῦ φυτοῦ λίνου, Διοσκ. Νόθ. 2. 125.

Greek Monolingual

λινοκαλάμη, ἡ (ΑM)
βλ. λινοκαλάμι.