escultura: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(2) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγαλματοποιία]], [[ἀνδριαντουργία]], [[ | |sltx=# arte: [[ἀγαλματοποιητική]], [[ἀγαλματοποιία]], [[ἀγαλματοποιΐα]], [[ἀγαλματοποιική]], [[ἀγαλματοποιϊκή]], [[ἀγαλματουργία]], [[ἀγαλματουργική]], [[ἀνδριαντοποιητική]], [[ἀνδριαντοποιία]], [[ἀνδριαντοποιΐα]], [[ἀνδριαντοποιική]], [[ἀνδριαντοποιϊκή]], [[ἀνδριαντουργία]], [[γλυπτική]], [[γλυπτικὴ τέχνη]], [[γλυφή]], [[ἑρμογλυφία]], [[ἑρμογλυφική]], [[λαξεία]], [[τορευτική]] | ||
# obra: [[ἄγαλμα]], [[ἄζαλμα]], [[ἀνδρείκελον]], [[ἀνδριάς]], [[ἀπεικόνισμα]], [[ἀπεικονισμός]], [[ἀφίδρυμα]], [[βρέτας]], [[δαιδαλούργημα]], [[δείκελον]], [[δείκηλον]], [[εἶδος]], [[εἴδωλον]], [[εἰκόνη]], [[εἰκόνιον]], [[εἰκόνισμα]], [[εἰκονογραφία]], [[εἰκών]], [[ἐκτύπωμα]], [[ἵδρυμα]], [[κολοσσός]], [[κολοττός]], [[ξόανον]], [[σίγνον]], [[τύπος]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:04, 14 February 2024
Spanish > Greek
- arte: ἀγαλματοποιητική, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματοποιΐα, ἀγαλματοποιική, ἀγαλματοποιϊκή, ἀγαλματουργία, ἀγαλματουργική, ἀνδριαντοποιητική, ἀνδριαντοποιία, ἀνδριαντοποιΐα, ἀνδριαντοποιική, ἀνδριαντοποιϊκή, ἀνδριαντουργία, γλυπτική, γλυπτικὴ τέχνη, γλυφή, ἑρμογλυφία, ἑρμογλυφική, λαξεία, τορευτική
- obra: ἄγαλμα, ἄζαλμα, ἀνδρείκελον, ἀνδριάς, ἀπεικόνισμα, ἀπεικονισμός, ἀφίδρυμα, βρέτας, δαιδαλούργημα, δείκελον, δείκηλον, εἶδος, εἴδωλον, εἰκόνη, εἰκόνιον, εἰκόνισμα, εἰκονογραφία, εἰκών, ἐκτύπωμα, ἵδρυμα, κολοσσός, κολοττός, ξόανον, σίγνον, τύπος