ἐκτύπωμα

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτῠπωμα Medium diacritics: ἐκτύπωμα Low diacritics: εκτύπωμα Capitals: ΕΚΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: ektýpōma Transliteration B: ektypōma Transliteration C: ektypoma Beta Code: e)ktu/pwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A figure in relief, Id.Ti. 50d, Apion ap.J.Ap.2.2, Philostr.VA2.33; ἐκτυπωμάτων πρόσωπα Men.24.4.
II reflection, of light, Olymp.in Mete.33.1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1relieve prob. de medio bulto τορεύματα κἀκτυπωμάτων πρόσωπα objetos repujados y rostros humanos de medio bulto en vasos preciosos, Men.Fr.26.4, cf. ID 1432Bb.2.23 (II a.C.) ἐ. τῆς ἀσπίδος de un escudo mítico de oro, Philostr.VA 2.33, cf. Her.28.19, κίονες, ὑφ' οἷς ἦν ἐ. σκάφης Apio Fr.Hist.1
a modo de cuño con caracteres escritos ἐκτυπώσεις ἐν αὐτῷ ἐκτύπωμα σφραγῖδος acuñarás en ello (en lámina de oro en el tocado del sumo sacerdote) el relieve de un sello LXX Ex.28.36, cf. Si.45.12, Ph.1.452, (ἐδωρεῖτο) στεφάνους, τοὔνομα τε ἑκάστου ... φέροντας τὸ ἐ. D.C.Epit.7.21.3
monetal (τούτου) τὰ ἐκτυπώματα καθ' ὅλης τῆς Ῥωμαίων διέτρεχεν οἰκουμένης Eus.VC 4.15.2.
2 figura de bulto exenta, estatua, imagen ἑστάναι ὑφ' ὑψηλοῦ λίθου ... γυναικὸς ἐ. χάλκεον Eus.HE 7.18.2, cf. Sm.Ez.8.5, (τοῦ βασιλέως) θέας τὸ ἐ. como enseña, Gr.Nyss.M.46.1153B, ἐ. ὀρνέου figura de pájaro dada a un fruto Gp.10.9 (tít.).
3 gener. figura, forma πῶς ἂν γένοιτο τὰ ἐκτυπώματα χωρὶς ... τοῦ τεχνίτου Athenag.Leg.19.4, pintada en una cortina, Epiph.Const.Ep.Io.282
imagen reflejada en un espejo, Olymp.in Mete.33.1.
II fig.
1 impronta sobre materia maleable: en el desarrollo de la naturaleza, Pl.Ti.50d, semejante al sello o troquel ὥσπερ σφραγῖδος ἐκτυπώματα πολλὰ μετέχει τῆς ἀρχετύπου σφραγῖδος Dion.Ar.DN 2.5, τὰ νοήματα ὁμοιώματα καὶ ἐκτυπώματα τῶν ὑποκειμένων ὄντα Clem.Al.Strom.8.8.23.
2 en la exégesis bíblica imagen simbólica, representación (σκήνη) τοῦ κόσμου παντὸς ἐ. ἦν Thdt.Qu.in Ex.72, cf. Qu.in Ge.20 (p.25), Cosm.Ind.Top.argumen.6, Hippol.Haer.10.16.5
en la exégesis tipológica prefiguración, tipo ἐ. τῆς ἐκκλησίας dicho de Eva y su descendencia, Origenes Princ.4.3.7, cf. Gr.Nyss.Ascens.324.8.

German (Pape)

[Seite 784] τό, das Abgedrückte, bes. erhaben Gearbeitete, Relief, Menand. bei Ath. XI, 484 d; das Abbild, Plat. Tim. 50 d; – βροντῆς, der Ort, wo der Blitz einschlug, l. d. bei Critias frg. 9, 32 p. 62 ed. Bach.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτύπωμα: ατος (ῠ) τό выпуклое изображение, рельефный отпечаток Plat.: ἐκτυπωμάτων πρόσωπα Men. скульптурные изображения лиц.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτύπωμα: τὸ εἰκὼν ἔκτυπος, ἐν εἴδει ἀναγλύφου, Πλάτ. Τίμ. 50C, Φιλόστρ. 86 (κοινῶς ἐντ-)· ἐκτυπωμάτων πρόσωπα, πρόσωπα ἐν ἀναγλύφῳ, Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4 (Ἀθήν. 484C).

Greek Monolingual

το (AM ἐκτύπωμα)
έκτυπη εικόνα, ομοίωμα ή σχήμα όμοια με ανάγλυφο
μσν.
1. αποτύπωμα
2. έκφραση
αρχ.
(προκειμένου για φως)
ανάκλαση, αντανάκλαση.