ἀφίδρυμα
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ἀφιδρύματος, τό,
A thing set up, esp. image of the gods (cf.Suid. s.v.), IG22.1046.13, Inscr.Prien.112.115, D.H.2.22, Str.12.5.3, Plu. Num.8, etc.; χρυσοῦς μόσχος, τὸ Αἰγυπτίων ἀφίδρυμα Ph.1.256.
2 shrine, temple, Cic.Att.13.29.1(2), Str.6.2.5, 16.4.4.
II copy taken from such image or shrine, D.S.15.49; ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ ἀ. τοῦ ἐν Τρίκκῃ Str.8.4.4.
Spanish (DGE)
ἀφιδρύματος, τό
• Alolema(s): ἀφίδρυσμα SEG 35.1269 (Lidia II d.C.)
• Grafía: graf. ἀφείδ- IPr.112.115 (I a.C.), IM 215a.7 (I d.C.)
I 1estatua, imagen c. gen. ἀ. τοῦ τε Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς Ὑγιείας IG 22.1046.13 (I a.C.), τούτων ἀφειδρύματα de los dioses Hermes y Heracles IPr.l.c., cf. D.S.5.55, ἀφίδρυμα ἐνθένδε τῆς θεοῦ μεταπεμψάμενοι de Cibele, Str.12.5.3, cf. 16.4.4, τὰ ἀφιδρύματα τῶν θεῶν I.AI 18.344, εὑρέθη ἐν αὐτῇ (πλατάνῳ) ἀφείδρυμα Διονύσου IM l.c., cf. Corn.ND 16, αὐτῆς (Γαλινθιάδος) ἐποίησεν ἀφίδρυμα Ant.Lib.29.4, τὰ παλαιὰ τῶν Διοσκόρων ἀφιδρύματα Plu.2.478a, παρὰ τοῖς ἐκείνων (θεῶν) ἀφιδρύμασι διαιτᾶσθαι Porph.Abst.4.6, ἀφιδρύματα· τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Sud.
•ὁ χρυσοῦς μόσχος, τὸ Αἰγυπτίων ἀφίδρυμα Ph.1.256, ἔστι δὲ καὶ τὰ περὶ τῶν ἀφιδρυμάτων νομοθετήματα παντάπασιν ἀδελφὰ τῶν Πυθαγόρου δογμάτων Plu.Num.8.
2 templo, santuario Cic.Att.300.1, ἀφίδρυμα δ' ἐστὶ καὶ ἐν Ῥώμῃ τῆς θεοῦ ταύτης (Afrodita), Str.6.2.6, ἀφεκτέον εἶναι τοῦ πρὸς βωμὸν οὐρεῖν ἢ ἀφίδρυμα θεοῦ Plu.2.1045a, ἀφίδρυμα· ἱερόν Hsch.
II 1copia de una imagen o estatua χρησμοὺς ἔλαβον ἀφιδρύματα λαβεῖν ἀπὸ τῶν ἀρχαίων καὶ προγονικῶν αὐτοῖς βωμῶν D.S.15.49, στεφάναις ... οἵαις κοσμεῖται τὰ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος ἀφιδρύματα παρ' Ἕλλησιν D.H.2.22, Ἀριστάρχῃ ... ἀφίδρυμά τι τῶν ἱερῶν λαβούσῃ Str.4.1.4, cf. SEG l.c.
2 sucursal o filial de un santuario con transferencia de culto Τρικκαίου ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ, ἀφίδρυμα τοῦ ἐν τῇ Θετταλικῇ Τρίκκῃ Str.8.4.4, ἱερὸν τὸ τοῦ Κατάονος Ἀπόλλωνος ... ποιησαμένων ἀφιδρύματα ἀπ' αὐτοῦ Str.12.2.5.
German (Pape)
[Seite 410] τό, das Abbild, bes. Bildsäulen od. Tempel, die nach einem Vorbild gearbeitet sind, Plut. Num. 8 de Mus. 14 Cic. Attic. 13, 29 Diod. Sic. 15, 49 Dion. Hal. 2, 22.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίδρῡμα: ἀφιδρύματος τό точное воспроизведение, копия, модель (τὰ ἀφιδρύματα τῶν Διοσκούρων Plut. и τῶν ἀρχαίων βωμῶν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίδρῡμα: τό, εἰκών, ἄγαλμα, «ἀφιδρύματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα: ‘εὐθὺς οὖν ἱκετηρίαν ἐκόμιζον οἱ πρεσβύτατοι τὰ παλαιότατα τῶν κατὰ τὴν πόλιν ἀφιδρυμάτων’» Σουΐδ.· ― ἀντίτυπον, πανομοιότυπον, ἀφιδρύματα λαβεῖν ἀπὸ τῶν ἀρχαίων καὶ προγονικῶν αὐτοῖς βωμῶν Διόδ. 15. 49, Κικ. π. Ἀττ. 13. 79, 2.
Greek Monolingual
ἀφίδρυμα, το (Α) αφιδρύομαι. 1. αφιέρωμα, εικόνα ή άγαλμα θεού
2. ιερό, τέμενος
3. αντίγραφο ιερού αγάλματος ή πανομοιότυπο ναού.