καμπυλότης: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καμπῠλότης:''' ητος ἡ [[изогнутость]], [[изгиб]], [[кривизна]] Arst. | |elrutext='''καμπῠλότης:''' ητος ἡ [[изогнутость]], [[изгиб]], [[кривизна]] Arst. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ (AM [[καμπυλότης]]) [[καμπύλος]]<br />η [[ιδιότητα]] του καμπύλου, [[κυρτότητα]] («η [[καμπυλότητα]] της επιφάνειας»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 01:42, 15 February 2024
English (LSJ)
καμπυλότητος, ἡ, crookedness, curvature, Hp.Coac.214, Arist. Cat.10a13, PA643a33, Gal.4.796.
German (Pape)
[Seite 1319] ητος, ἡ, die Krümmung, Arist. H. A. 1, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καμπῠλότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, Ἱππ. 153Β, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 20, π. Ζ. Μορ. 1. 3, 11, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
καμπῠλότης: ητος ἡ изогнутость, изгиб, кривизна Arst.
Greek Monolingual
ἡ (AM καμπυλότης) καμπύλος
η ιδιότητα του καμπύλου, κυρτότητα («η καμπυλότητα της επιφάνειας»).