θεότρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theotreptos
|Transliteration C=theotreptos
|Beta Code=qeo/treptos
|Beta Code=qeo/treptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[turned by the gods]], <b class="b3">θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν</b> these [[divine changes of fortune]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>905</span> (<b class="b3">-πρεπτα</b> cod. M).</span>
|Definition=θεότρεπτον, [[turned by the gods]], <b class="b3">θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν</b> these [[divine changes of fortune]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''905 (-πρεπτα cod. M).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné (<i>càd</i> changé) par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεότρεπτος:''' [[повернутый богами]]: τὰ θεότρεπτα Aesch. ниспосланные богами превратности (судьбы).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεότρεπτος''': -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905· τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.
|lstext='''θεότρεπτος''': -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905· τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné (<i>càd</i> changé) par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεότρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη [[τροπή]] από τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τρεπτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τρεπτος</i>].
|mltxt=[[θεότρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη [[τροπή]] από τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), [[πρβλ]]. [[άτρεπτος]], [[πολύτρεπτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεότρεπτος:''' -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θεότρεπτος:''' -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεότρεπτος:''' повернутый богами: τὰ θεότρεπτα Aesch. ниспосланные богами превратности (судьбы).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεό-τρεπτος, ον<br />turned or directed by the gods, Aesch.
|mdlsjtxt=θεό-τρεπτος, ον<br />turned or directed by the gods, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότρεπτος Medium diacritics: θεότρεπτος Low diacritics: θεότρεπτος Capitals: ΘΕΟΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theótreptos Transliteration B: theotreptos Transliteration C: theotreptos Beta Code: qeo/treptos

English (LSJ)

θεότρεπτον, turned by the gods, θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν these divine changes of fortune, A.Pers.905 (-πρεπτα cod. M).

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné (càd changé) par les dieux.
Étymologie: θεός, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

θεότρεπτος: повернутый богами: τὰ θεότρεπτα Aesch. ниспосланные богами превратности (судьбы).

Greek (Liddell-Scott)

θεότρεπτος: -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905· τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.

Greek Monolingual

θεότρεπτος, -ον (Α)
αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. άτρεπτος, πολύτρεπτος].

Greek Monotonic

θεότρεπτος: -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θεό-τρεπτος, ον
turned or directed by the gods, Aesch.