χιμαιροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(13)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=χῐμαιροβάτης
|Full diacritics=χῐμαιροβᾰ́της
|Medium diacritics=χιμαιροβάτης
|Medium diacritics=χιμαιροβάτης
|Low diacritics=χιμαιροβάτης
|Low diacritics=χιμαιροβάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chimairovatis
|Transliteration C=chimairovatis
|Beta Code=ximairoba/ths
|Beta Code=ximairoba/ths
|Definition=[ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">goat-mounter</b>, or <b class="b2">goat-footed</b>, of Pan. <span class="title">AP</span>6.35 (Leon.).</span>
|Definition=[ᾰ], ου, Dor. [[χιμαιροβάτας]], ὁ, [[goat-mounter]], or [[goat-footed]], of Pan. ''AP''6.35 (Leon.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
}}
{{elru
|elrutext='''χῐμαιροβάτης:''' ου adj. m козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''χῐμαιροβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, [[αἰγοπόδης]], ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, [[δηλαδή]] γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίμαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγι</i>-[[βάτης]], <i>κυνο</i>-[[βάτης]].
}}
}}

Latest revision as of 21:46, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμαιροβᾰ́της Medium diacritics: χιμαιροβάτης Low diacritics: χιμαιροβάτης Capitals: ΧΙΜΑΙΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: chimairobátēs Transliteration B: chimairobatēs Transliteration C: chimairovatis Beta Code: ximairoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. χιμαιροβάτας, ὁ, goat-mounter, or goat-footed, of Pan. AP6.35 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1356] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).

Russian (Dvoretsky)

χῐμαιροβάτης: ου adj. m козлоногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χῐμαιροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, αἰγοπόδης, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι-βάτης, κυνο-βάτης.