errar: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(2) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀγνοέω]], [[ἀλάομαι]], [[ἁλιόω]], [[ἀλιταίνω]], [[ἀλιτεύω]], [[ἀλογέω]], [[ἁμαρτάνω]], [[ἀμπλακίσκω]], [[ἀμφιπολέω]], [[ἀπατῶμαι]], [[ἀποπλανάω]], [[ἀπορρέμβομαι]], [[ἀφαμαρτάνω]], [[διαμαρτάνω]], [[διαμφοδέω]], [[διαπίπτω]], [[διαπλανάω]], [[διασφάλλω]], [[διαφοιτάω]], [[δινέω]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐλλείπω]], [[ἐμπλάζω]], [[ἐμπλανάομαι]], [[ἐνθριάζω]], [[ἐξαμαρτάνω]], [[ἐξαπάγω]], [[ψεύδομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:29, 29 February 2024
Spanish > Greek
ἀγνοέω, ἀλάομαι, ἁλιόω, ἀλιταίνω, ἀλιτεύω, ἀλογέω, ἁμαρτάνω, ἀμπλακίσκω, ἀμφιπολέω, ἀπατῶμαι, ἀποπλανάω, ἀπορρέμβομαι, ἀφαμαρτάνω, διαμαρτάνω, διαμφοδέω, διαπίπτω, διαπλανάω, διασφάλλω, διαφοιτάω, δινέω, ἐκπίπτω, ἐλλείπω, ἐμπλάζω, ἐμπλανάομαι, ἐνθριάζω, ἐξαμαρτάνω, ἐξαπάγω, ψεύδομαι