αὐλητήρ: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_12) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=avlitir | |Transliteration C=avlitir | ||
|Beta Code=au)lhth/r | |Beta Code=au)lhth/r | ||
|Definition= | |Definition=αὐλητῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[flautista]] γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι [[ἕκαστος]] riéndose cada grupo al son de su flautista</i> Hes.<i>Sc</i>.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5<i>S</i>., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.<i>Fr</i>.578, cf. Nonn.<i>D</i>.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν <i>Eleg.Alex.Adesp</i>. en <i>SHell</i>.1010.1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-ίδος], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Flötenbläser]]</i>, Hes. <i>Sc</i>. 283; Theogn. 545; Ar. fr. <i>Schol. Av</i>. 874; Lycophr. 234. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐλητήρ:''' ῆρος ὁ Hes., Arph. = [[αὐλητής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλητήρ''': ῆρος,ὁ, [[αὐλητής]], Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478. | |lstext='''αὐλητήρ''': ῆρος,ὁ, [[αὐλητής]], Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐλητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], σε Ησίοδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:07, 1 March 2024
English (LSJ)
αὐλητῆρος, ὁ, = αὐλητής, Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
flautista γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι ἕκαστος riéndose cada grupo al son de su flautista Hes.Sc.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5S., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.Fr.578, cf. Nonn.D.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν Eleg.Alex.Adesp. en SHell.1010.1.
Greek Monolingual
αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Flötenbläser, Hes. Sc. 283; Theogn. 545; Ar. fr. Schol. Av. 874; Lycophr. 234.
Russian (Dvoretsky)
αὐλητήρ: ῆρος ὁ Hes., Arph. = αὐλητής.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητήρ: ῆρος,ὁ, αὐλητής, Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478.
Greek Monotonic
αὐλητήρ: -ῆρος, ὁ, = αὐλητής, σε Ησίοδ. κ.λπ.