Λήμνιος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
mNo edit summary |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λήμνιος]], -α, -ο και [[λημνιός]], -ά, -ό (AM [[λήμνιος]], -ία, -ον, Α θηλ. και [[λημνιάς]], -[[άδος]] και [[λημνίς]], - | |mltxt=[[λήμνιος]], -α, -ο και [[λημνιός]], -ά, -ό (AM [[λήμνιος]], -ία, -ον, Α θηλ. και [[λημνιάς]], -[[άδος]] και [[λημνίς]], -ίδος) [[Λήμνος]]<br /><b>1.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Λήμνιος]], <i>η Λημνία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λημνιό]]<br /><b>βοτ.</b> [[ποικιλία]] της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για [[οινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:08, 1 March 2024
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Lemnos ; fig. violent, terrible : Λήμνιον πῦρ SOPH feu de Lemnos, feu terrible.
Étymologie: Λῆμνος.
Russian (Dvoretsky)
Λήμνιος:
I дор. Λάμνιος 3 лемносский: Λήμνιον πῦρ Soph. лемносский, т. е. самый сильный огонь (от огня лемносского бога Гефеста); ἔργα Λήμνια Her. лемносские, т. е. самые жестокие злодеяния (от поголовного истребления лемносцами аттических пленниц и их детей).
II дор. Λάμνιος ὁ лемносец, житель или уроженец Лемноса Her., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος τῆς Λήμνου, ἴδε ἐν λέξ. Λῆμνος.
Greek Monotonic
Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος της Λήμνου, βλ. Λῆμνος.
Greek Monolingual
λήμνιος, -α, -ο και λημνιός, -ά, -ό (AM λήμνιος, -ία, -ον, Α θηλ. και λημνιάς, -άδος και λημνίς, -ίδος) Λήμνος
1. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Λήμνιος, η Λημνία
ο κάτοικος της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λημνιό
βοτ. ποικιλία της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για οινοποίηση
αρχ.
παροιμ. «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.