κόνιδα: Difference between revisions
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
(21) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κονίδα, η (ΑM [[κονίς]], - | |mltxt=και κονίδα, η (ΑM [[κονίς]], -ίδος, Μ και [[κόνιδα]])<br />αβγά [[ψείρας]], ψύλλου ή κοριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κονίς]], -ίδος ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>knid</i> «[[ψείρα]], [[αβγό]] [[ψείρας]]» (το -<i>ο</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. [[επίδραση]] της λ. [[κόνις]] «[[σκόνη]]») και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>knitu</i>, αρχ. άνω γερμ. (<i>h</i>)<i>nir</i> «[[αβγό]] [[ψείρας]]». Ο [[τονισμός]] στην [[προπαραλήγουσα]] ([[κόνιδα]]) οφείλεται πιθ. [[είτε]] σε [[αναλογία]] [[προς]] τα μεγεθ. θηλ. σε -<i>α</i>, που εμφανίζουν αναβιβασμό του τόνου ([[πρβλ]]. [[σκαλί]]: [[σκάλα]]), [[είτε]] [[προς]] τον τ. [[κόνις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:11, 1 March 2024
Greek Monolingual
και κονίδα, η (ΑM κονίς, -ίδος, Μ και κόνιδα)
αβγά ψείρας, ψύλλου ή κοριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κονίς, -ίδος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα knid «ψείρα, αβγό ψείρας» (το -ο- του τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. επίδραση της λ. κόνις «σκόνη») και συνδέεται με αγγλοσαξ. knitu, αρχ. άνω γερμ. (h)nir «αβγό ψείρας». Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα (κόνιδα) οφείλεται πιθ. είτε σε αναλογία προς τα μεγεθ. θηλ. σε -α, που εμφανίζουν αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. σκαλί: σκάλα), είτε προς τον τ. κόνις.