κόνιδα
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
Greek Monolingual
και κονίδα, η (ΑM κονίς, -ίδος, Μ και κόνιδα)
αβγά ψείρας, ψύλλου ή κοριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κονίς, -ίδος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα knid «ψείρα, αβγό ψείρας» (το -ο- του τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. επίδραση της λ. κόνις «σκόνη») και συνδέεται με αγγλοσαξ. knitu, αρχ. άνω γερμ. (h)nir «αβγό ψείρας». Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα (κόνιδα) οφείλεται πιθ. είτε σε αναλογία προς τα μεγεθ. θηλ. σε -α, που εμφανίζουν αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. σκαλί: σκάλα), είτε προς τον τ. κόνις.