περικνημίδα: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(32)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[περικνημίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> [[περίβλημα]] της κνήμης που φοριέται απευθείας [[επάνω]] στο [[δέρμα]], η [[κάλτσα]]<br /><b>2.</b> [[καλτσοδέτα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παράσημο]](ν) της περικνημίδος»<br />(στην Αγγλία) το αρχαιότερο και ανώτατο τιμητικό [[παράσημο]] ιπποτικού τάγματος που απονέμεται σε [[μέλη]] τών ξένων βασιλικών οίκων και σε [[είκοσι]] [[τέσσερα]] [[μέλη]] της ανώτατης αγγλικής αριστοκρατίας και το οποίο ιδρύθηκε από τον Εδουάρδο Γ'<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το περικνήμιο, η [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[κνημίς]].
|mltxt=η / [[περικνημίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> [[περίβλημα]] της κνήμης που φοριέται απευθείας [[επάνω]] στο [[δέρμα]], η [[κάλτσα]]<br /><b>2.</b> [[καλτσοδέτα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παράσημο]](ν) της περικνημίδος»<br />(στην Αγγλία) το αρχαιότερο και ανώτατο τιμητικό [[παράσημο]] ιπποτικού τάγματος που απονέμεται σε [[μέλη]] τών ξένων βασιλικών οίκων και σε [[είκοσι]] [[τέσσερα]] [[μέλη]] της ανώτατης αγγλικής αριστοκρατίας και το οποίο ιδρύθηκε από τον Εδουάρδο Γ'<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το περικνήμιο, η [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), [[πρβλ]]. [[προκνημίς]].
}}
}}

Latest revision as of 14:12, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / περικνημίς, -ίδος, ΝΜΑ
(νεολλ.)
1. περίβλημα της κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα
2. καλτσοδέτα
3. φρ. «παράσημο(ν) της περικνημίδος»
(στην Αγγλία) το αρχαιότερο και ανώτατο τιμητικό παράσημο ιπποτικού τάγματος που απονέμεται σε μέλη τών ξένων βασιλικών οίκων και σε είκοσι τέσσερα μέλη της ανώτατης αγγλικής αριστοκρατίας και το οποίο ιδρύθηκε από τον Εδουάρδο Γ'
μσν.-αρχ.
το περικνήμιο, η γκέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνημίς (< κνήμη), πρβλ. προκνημίς.