λιβανωτρίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιβανωτρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[λιβανοθήκη]], θυμιατήρι, λιβανιστήρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[λιβανωτίς]], με [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[ουρητρίς]], [[υμνητρίς]])].
|mltxt=[[λιβανωτρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />[[λιβανοθήκη]], θυμιατήρι, λιβανιστήρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[λιβανωτίς]], με [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[ουρητρίς]], [[υμνητρίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:13, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνωτρίς Medium diacritics: λιβανωτρίς Low diacritics: λιβανωτρίς Capitals: ΛΙΒΑΝΩΤΡΙΣ
Transliteration A: libanōtrís Transliteration B: libanōtris Transliteration C: livanotris Beta Code: libanwtri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, censer, Carnead. ap. Plu.2.477b, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.20 (Thyatira), Ramsay, Studies in the Eastern Roman Provinces p.319 (Pisidia), Hsch.

German (Pape)

[Seite 42] ίδος, ἡ, Weihrauchbüchse, Räucherfaß, Plut. tranqu. an. 19; auch λιβανωτίς geschrieben, Polyaen. 4, 8, 2 u. Inscr.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
encensoir.
Étymologie: λίβανος.

Russian (Dvoretsky)

λῐβᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνωτρίς: -ίδος, ἡ, θυμιατήριον, Λατ. thuribulum, Καρνεάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 477Β, Πολύαιν. 4. 8, 2, ― ἔνθα κακῶς λιβανωτίς, Λοβεκ. Φρύνιχ. 255.

Greek Monolingual

λιβανωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του λιβανωτίς, με επίθημα -τρίς (πρβλ. ουρητρίς, υμνητρίς)].