μονοκρήπις: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(13_3) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monokripis | |Transliteration C=monokripis | ||
|Beta Code=monokrh/pis | |Beta Code=monokrh/pis | ||
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, | |Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, [[with but one sandal]], Pi.''P.''4.75, ''APl.''4.127, Lyc.1310. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] ιδος, ὁ, mit | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] ιδος, ὁ, mit [[einem]] Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. [[μονοσάνδαλος]]. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />[[qui n'a qu'une chaussure]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κρηπίς]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονοκρήπῑς''': -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν [[σανδάλιον]], [[μονοπέδιλος]], Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[μονοκρήπις]] [[with]] [[one]] [[sandal]] τὸν μονοκρήπιδα [[πάντως]] ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (''[[sc.]]'' Ἰάσονα: cf. v. 95, ἀρίγνωτον [[πέδιλον]] δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ [[ποδί]]) (P. 4.75) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονοκρήπις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[σανδάλι]], [[μονοσάνδαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρηπίς]], -ίδος «[[είδος]] υποδήματος» ([[πρβλ]]. [[θεοκρήπις]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονοκρήπῑς:''' -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο [[σανδάλι]], [[μονοσάνδαλος]], σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,<br />with but one [[sandal]], Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:14, 1 March 2024
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, with but one sandal, Pi.P.4.75, APl.4.127, Lyc.1310.
German (Pape)
[Seite 203] ιδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
qui n'a qu'une chaussure.
Étymologie: μόνος, κρηπίς.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκρήπῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν σανδάλιον, μονοπέδιλος, Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.
English (Slater)
μονοκρήπις with one sandal τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (sc. Ἰάσονα: cf. v. 95, ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί) (P. 4.75)
Greek Monolingual
μονοκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρηπίς, -ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεοκρήπις)].
Greek Monotonic
μονοκρήπῑς: -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
with but one sandal, Pind.