πυραμιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyramidoeidis
|Transliteration C=pyramidoeidis
|Beta Code=puramidoeidh/s
|Beta Code=puramidoeidh/s
|Definition=ές, = [[πυραμιδικός]] ([[pyramidal]]), Epicur. ''Nat.'' 14.5.
|Definition=πυραμιδοειδές, = [[πυραμιδικός]] ([[pyramidal]]), Epicur. ''Nat.'' 14.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] πυραμίδας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυραμιδοειδώς</i> Ν<br />σαν [[πυραμίδα]], με [[σχήμα]] πυραμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυραμίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] πυραμίδας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυραμιδοειδώς</i> Ν<br />σαν [[πυραμίδα]], με [[σχήμα]] πυραμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυραμίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμῐδοειδής Medium diacritics: πυραμιδοειδής Low diacritics: πυραμιδοειδής Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyramidoeidḗs Transliteration B: pyramidoeidēs Transliteration C: pyramidoeidis Beta Code: puramidoeidh/s

English (LSJ)

πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].