σπυρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(4)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spyridion
|Transliteration C=spyridion
|Beta Code=spuri/dion
|Beta Code=spuri/dion
|Definition=[ῐδ], τό, Dim. of [[σπυρίς]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>453</span>,<span class="bibl">469</span>, <span class="bibl">Pherecr.52</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.428.26</span> (iii B.C.): later σφῠρίδιον, <span class="title">Arch.Pap.</span>6.220 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>120.77</span> (i B.C.).
|Definition=[ῐδ], τό, ''Dim. of'' [[σπυρίς]] ([[small basket]])|, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''453,469, Pherecr.52, ''PSI''4.428.26 (iii B.C.): later [[σφυρίδιον|σφῠρίδιον]], ''Arch.Pap.''6.220 (iii B.C.), ''PTeb.''120.77 (i B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] το, dim. von [[σπυρίς]]; δός μοι [[σπυρίδιον]] διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ [[μόλις]] βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν [[λύχνον]] ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ [[σπυρίδιον]] ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] το, dim. von [[σπυρίς]]; δός μοι [[σπυρίδιον]] διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ [[μόλις]] βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν [[λύχνον]] ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ [[σπυρίδιον]] ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπῠρίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπυρίς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - [[ὡσαύτως]] παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.
|elnltext=σπυρίδιον -ου, τό, demin. van [[σπυρίς]], [[mandje]], [[korfje]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπῠρίδιον:''' (ῐδ) τό [[плетеночка]], [[корзинка]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [[σπυρίς]], -[[ίδος]] / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων.
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και [[σφυρίδιν]] και [[σφυρίτιν]], τὸ, Α [[σπυρίς]], -ίδος / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπῠρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[σπυρίς]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σπῠρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[σπυρίς]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπῠρίδιον:''' (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.
|lstext='''σπῠρίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπυρίς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - [[ὡσαύτως]] παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dim. of [[σπυρίς]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 14:17, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠρίδιον Medium diacritics: σπυρίδιον Low diacritics: σπυρίδιον Capitals: ΣΠΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: spyrídion Transliteration B: spyridion Transliteration C: spyridion Beta Code: spuri/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς (small basket)

German (Pape)

[Seite 926] το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπυρίδιον -ου, τό, demin. van σπυρίς, mandje, korfje.

Russian (Dvoretsky)

σπῠρίδιον: (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.

Greek Monolingual

και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α σπυρίς, -ίδος / σφυρίς
μικρή σπυράς, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων.

Greek Monotonic

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του σπυρίς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπυρίς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.

Middle Liddell

Dim. of σπυρίς, Ar.