χαλκοκνήμις: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkoknimis | |Transliteration C=chalkoknimis | ||
|Beta Code=xalkoknh/mis | |Beta Code=xalkoknh/mis | ||
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, [[bronze-greaved]], | |Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, [[bronze-greaved]], Il.7.41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]], - | |mltxt=-ιδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]], -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[ἐϋκνήμις]], [[δασυκνήμις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:18, 1 March 2024
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, bronze-greaved, Il.7.41.
German (Pape)
[Seite 1331] ιδος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Beinschienen, Il. 7, 41.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
aux bottines d'airain.
Étymologie: χαλκός, κνημίς.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοκνήμις: ῑδος adj. в медных поножах (Ἀχαιοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοκνήμῑς: ῖδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικνημῖδας ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Η. 41.
Greek Monolingual
-ιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. ἐϋκνήμις, δασυκνήμις)].
Greek Monotonic
χαλκοκνήμῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
brass-greaved, Il.