σχοίνινος: Difference between revisions
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoininos | |Transliteration C=schoininos | ||
|Beta Code=sxoi/ninos | |Beta Code=sxoi/ninos | ||
|Definition=η, ον, (σχοῖνος) | |Definition=η, ον, ([[σχοῖνος]]) [[of rushes]], [[made of rushes]], τεύχη E.''Cyc.''208; ἡνίαι Id.''Fr.'' 284; [[ἠθμός]] Cratin.132; [[φορμός]] Ar.''Fr.''172; [[πισγίς]] ''IG''11(2).287 ''B'' 50 (Delos, iii B.C.); [[κύκλος]] Str.12.5.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />[[de jonc]].<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχοίνινος -η -ον [σχοῖνος] [[van biezen gemaakt]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχοίνῐνος:''' [[тростниковый]] (τεύχη Eur.; [[φορμός]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοίνῐνος''': -η, -ον, ([[σχοῖνος]]) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· [[σχοίνινος]] ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227. | |lstext='''σχοίνῐνος''': -η, -ον, ([[σχοῖνος]]) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· [[σχοίνινος]] ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σχοίνινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και [[σκοίνινος]], -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. [[σχοινίς]], - | |mltxt=-η, -ο / [[σχοίνινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και [[σκοίνινος]], -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. [[σχοινίς]], -ίδος, Α [[σχοῖνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />κατασκευασμένος με [[σχοινί]]<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από σχοίνους. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχοίνῐνος:''' -η, -ον ([[σχοῖνος]]), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει πλεχθεί από [[σχοινιά]] (δηλ. από [[βούρλα]]), σε Ευρ. | |lsmtext='''σχοίνῐνος:''' -η, -ον ([[σχοῖνος]]), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει πλεχθεί από [[σχοινιά]] (δηλ. από [[βούρλα]]), σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 14:21, 1 March 2024
English (LSJ)
η, ον, (σχοῖνος) of rushes, made of rushes, τεύχη E.Cyc.208; ἡνίαι Id.Fr. 284; ἠθμός Cratin.132; φορμός Ar.Fr.172; πισγίς IG11(2).287 B 50 (Delos, iii B.C.); κύκλος Str.12.5.4.
German (Pape)
[Seite 1056] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοίνινος -η -ον [σχοῖνος] van biezen gemaakt.
Russian (Dvoretsky)
σχοίνῐνος: тростниковый (τεύχη Eur.; φορμός Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
σχοίνῐνος: -η, -ον, (σχοῖνος) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· σχοίνινος ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227.
Greek Monolingual
-η, -ο / σχοίνινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και σκοίνινος, -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, -ίδος, Α σχοῖνος
νεοελλ.
κατασκευασμένος με σχοινί
αρχ.
κατασκευασμένος από σχοίνους.
Greek Monotonic
σχοίνῐνος: -η, -ον (σχοῖνος), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει πλεχθεί από σχοινιά (δηλ. από βούρλα), σε Ευρ.
Middle Liddell
σχοίνῐνος, η, ον σχοῖνος
made of rushes, Eur.