τριγλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(12)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triglis
|Transliteration C=triglis
|Beta Code=trigli/s
|Beta Code=trigli/s
|Definition=ίδος, ἡ, Dim. of <b class="b3">τρίγλη</b>, <span class="bibl">Antiph.68.15</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>194</span>, Dorio ap.<span class="bibl">Ath. 7.300f</span>.
|Definition=-ίδος, ἡ, ''Dim. of'' [[τρίγλη]], Antiph.68.15, Arist.''Fr.''194, Dorio ap.Ath. 7.300f.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, dim. von [[τρίγλα]], Suid.; vgl. Ath. VII.300.
}}
{{elru
|elrutext='''τριγλίς:''' ίδος ἡ Arst. = [[τρίγλα]].
}}
{{ls
|lstext='''τριγλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[τρίγλη]], ἅ φησιν [[οὗτος]] μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - [[ὡσαύτως]] τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br />(υποκορ. του [[τρίγλη]]) μικρή [[τρίγλη]], [[μπαρμπουνάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[ψηφίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:22, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγλίς Medium diacritics: τριγλίς Low diacritics: τριγλίς Capitals: ΤΡΙΓΛΙΣ
Transliteration A: triglís Transliteration B: triglis Transliteration C: triglis Beta Code: trigli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of τρίγλη, Antiph.68.15, Arist.Fr.194, Dorio ap.Ath. 7.300f.

German (Pape)

ἡ, dim. von τρίγλα, Suid.; vgl. Ath. VII.300.

Russian (Dvoretsky)

τριγλίς: ίδος ἡ Arst. = τρίγλα.

Greek (Liddell-Scott)

τριγλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ τρίγλη, ἅ φησιν οὗτος μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - ὡσαύτως τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(υποκορ. του τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς)].