γεφυροποιός: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[bridge]]-[[maker]], Lat. Pontifex, Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 3 March 2024
English (LSJ)
ὁ, bridgemaker, = Lat. pontifex, Plu.Num.9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
constructor de puentescomo trad. de lat. pontifex γεφυροποιοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπικληθέντας ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν Plu.Num.9.
German (Pape)
[Seite 487] ὁ, Brückenmacher, für das lat. pontifex, Plut. Num. 9 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
= lat. pontifex, primit. constructeur de ponts.
Étymologie: γέφυρα, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεφυροποιός -οῦ, ὁ γέφυρα, ποιέω bruggenbouwer (= Lat. pontifex). Plut. Num. 9.4.
Russian (Dvoretsky)
γεφῡροποιός: ὁ (лат. pontifex) досл. строитель мостов, перен. римский жрец Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡροποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων γεφύρας, Λατ. pontifex, Πλούτ. Νουμ. 9.
Greek Monolingual
ο (AM γεφυροποιός)
τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών
νεοελλ.
όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.
Greek Monotonic
γεφῡροποιός: ὁ, αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ.