συνδιανοέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(4) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndianoeomai | |Transliteration C=syndianoeomai | ||
|Beta Code=sundianoe/omai | |Beta Code=sundianoe/omai | ||
|Definition= | |Definition=[[deliberate along with]], τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν.. Id.31.12.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ [[περί]] τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ [[περί]] τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οοῦμαι;<br />[[délibérer avec]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διανοέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιανοέομαι:''' [[вместе обдумывать]], [[совещаться]] (τινι περί τινος Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιανοέομαι''': ἀποθετ., διασκοποῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7. | |lstext='''συνδιανοέομαι''': ἀποθετ., διασκοποῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιανοέομαι:''' αποθ., [[συσκέπτομαι]], [[διαβουλεύομαι]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συνδιανοέομαι:''' αποθ., [[συσκέπτομαι]], [[διαβουλεύομαι]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=Dep. to [[deliberate]] with, τινι Polyb. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 3 March 2024
English (LSJ)
deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν.. Id.31.12.7.
German (Pape)
[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-οοῦμαι;
délibérer avec.
Étymologie: σύν, διανοέομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνδιανοέομαι: вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.
Greek Monotonic
συνδιανοέομαι: αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.
Middle Liddell
Dep. to deliberate with, τινι Polyb.