συνδιανοέομαι: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep. to [[deliberate]] with, τινι Polyb. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 3 March 2024
English (LSJ)
deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν.. Id.31.12.7.
German (Pape)
[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-οοῦμαι;
délibérer avec.
Étymologie: σύν, διανοέομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνδιανοέομαι: вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.
Greek Monotonic
συνδιανοέομαι: αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.
Middle Liddell
Dep. to deliberate with, τινι Polyb.