ἀντιπροκαλέομαι: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Mid. to [[retort]] a [[legal]] [[challenge]] ([[πρόκλησις]]), Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 3 March 2024
English (LSJ)
Med., retort a legal challenge (πρόκλησις), D.37.43; challenge in turn, c. acc. et inf., D.H. 15.8.
Spanish (DGE)
1 presentar a su vez una denuncia ante los tribunales ὅτι δ' οὖν ἠναγκαζόμην ... ἀντιπροκαλεῖσθαι D.37.43.
2 exigir a su vez c. ac. e inf. ἀντιπροκαλούμεθά τε ὑμᾶς ... ἐκχωρεῖν Φρεγέλλης D.H.15.8.
German (Pape)
[Seite 259] (s. καλέω), dagegen einen Vorschlag, Bedingungen machen, Dem. 37, 43; D. Hal.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
stipuler en retour ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, προκαλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπροκᾰλέομαι: противопоставлять или предлагать свои условия, выступать со своим предложением Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροκᾰλέομαι: μέσ., ἀντιτάσσω πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ εἶναι, ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἀντιπροκᾰλέομαι: μέλ. -έσομαι, Μέσ., αντιτάσσω νόμιμη πρόκληση (πρόκλησις), σε Δημ.