ἀνθαλίσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(6_23)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthaliskomai
|Transliteration C=anthaliskomai
|Beta Code=a)nqali/skomai
|Beta Code=a)nqali/skomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be captured in turn</b>, i.e. after one has captured others, οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>340</span>; <b class="b2">to be convicted in turn</b>, ἀντικατηγορήθη καὶ ἀνθεάλω <span class="bibl">D.C.36.40</span>.</span>
|Definition=to [[be captured in turn]], i.e. after one has captured others, οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν A.''Ag.''340; to [[be convicted in turn]], ἀντικατηγορήθη καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀνθᾰλίσκομαι) <b class="num">1</b> [[ser conquistado o destruido a su vez]] οὐ τἂν ἑλόντες [[αὖθις]] ἀνθαλοῖεν ἄν A.<i>A</i>.340.<br /><b class="num">2</b> [[ser condenado]] ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] (s. [[ἁλίσκομαι]]), dagegen gefangen werden, Dio C.; ἀνθαλοῖεν Aesch. Ag. 331, ist Stanl. Conj. für αὖ θάνοιεν falsch, s. Wellauer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] (s. [[ἁλίσκομαι]]), dagegen gefangen werden, Dio C.; ἀνθαλοῖεν Aesch. Ag. 331, ist Stanl. Conj. für αὖ θάνοιεν falsch, s. Wellauer.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[ἀνθεάλων]];<br />être pris <i>ou</i> convaincu à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἁλίσκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθᾰλίσκομαι:''' [[быть в свою очередь захваченным]]: οὔ τἂν ἑλόντες [[αὖθις]] [[ἀνθαλοῖεν]] ἄν Aesch. став завоевателями, они сами не станут жертвой завоеваний.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθᾰλίσκομαι''': μέλλ. -αλώσομαι: Παθ.: ἑλὼν καὶ αὐτὸς [[ἁλίσκομαι]], [[πάσχω]] [[ὅπερ]] ἐποίησα εἰς ἄλλους, εἰ δ’ εὐσεβοῦσι... οὐ τἂν ἑλόντες [[αὖθις]] ἀνθαλοῖεν ἂν Αἰσχ. Ἀγ. 340· ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος [[αὐτοῦ]] καὶ ἀνθεάλω, καὶ κατεδικάσθη καὶ αὐτὸς, Δίων Κ. 36, 23.
|lstext='''ἀνθᾰλίσκομαι''': μέλλ. -αλώσομαι: Παθ.: ἑλὼν καὶ αὐτὸς [[ἁλίσκομαι]], [[πάσχω]] [[ὅπερ]] ἐποίησα εἰς ἄλλους, εἰ δ’ εὐσεβοῦσι... οὐ τἂν ἑλόντες [[αὖθις]] ἀνθαλοῖεν ἂν Αἰσχ. Ἀγ. 340· ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω, καὶ κατεδικάσθη καὶ αὐτὸς, Δίων Κ. 36, 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνθαλίσκομαι]] (Α) [[αλίσκομαι]]<br /><b>1.</b> πιάνομαι κι εγώ με τη [[σειρά]] μου, [[παθαίνω]] ό,τι έκανα σε άλλον<br /><b>2.</b> διατυπώνεται [[εναντίον]] μου [[κατηγορία]] από κάποιον που έχω μηνύσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθᾰλίσκομαι:''' μέλ. <i>-αλώσομαι</i>, Παθ., αιχμαλωτίζομαι με τη [[σειρά]] μου, ἁλόντες [[αὖθις]] [[ἀνθαλοῖεν]] ἄν, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to be captured in [[turn]], ἁλόντες [[αὖθις]] [[ἀνθαλοῖεν]] ἄν Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθᾰλίσκομαι Medium diacritics: ἀνθαλίσκομαι Low diacritics: ανθαλίσκομαι Capitals: ΑΝΘΑΛΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: anthalískomai Transliteration B: anthaliskomai Transliteration C: anthaliskomai Beta Code: a)nqali/skomai

English (LSJ)

to be captured in turn, i.e. after one has captured others, οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν A.Ag.340; to be convicted in turn, ἀντικατηγορήθη καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.

Spanish (DGE)

(ἀνθᾰλίσκομαι) 1 ser conquistado o destruido a su vez οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν A.A.340.
2 ser condenado ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω D.C.36.40.4.

German (Pape)

[Seite 230] (s. ἁλίσκομαι), dagegen gefangen werden, Dio C.; ἀνθαλοῖεν Aesch. Ag. 331, ist Stanl. Conj. für αὖ θάνοιεν falsch, s. Wellauer.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀνθεάλων;
être pris ou convaincu à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἁλίσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθᾰλίσκομαι: быть в свою очередь захваченным: οὔ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν Aesch. став завоевателями, они сами не станут жертвой завоеваний.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθᾰλίσκομαι: μέλλ. -αλώσομαι: Παθ.: ἑλὼν καὶ αὐτὸς ἁλίσκομαι, πάσχω ὅπερ ἐποίησα εἰς ἄλλους, εἰ δ’ εὐσεβοῦσι... οὐ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἂν Αἰσχ. Ἀγ. 340· ἀντικατηγορήθη ὑπὸ τοῦ υἱέος αὐτοῦ καὶ ἀνθεάλω, καὶ κατεδικάσθη καὶ αὐτὸς, Δίων Κ. 36, 23.

Greek Monolingual

ἀνθαλίσκομαι (Α) αλίσκομαι
1. πιάνομαι κι εγώ με τη σειρά μου, παθαίνω ό,τι έκανα σε άλλον
2. διατυπώνεται εναντίον μου κατηγορία από κάποιον που έχω μηνύσει.

Greek Monotonic

ἀνθᾰλίσκομαι: μέλ. -αλώσομαι, Παθ., αιχμαλωτίζομαι με τη σειρά μου, ἁλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Pass. to be captured in turn, ἁλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν Aesch.