δικόρυμβος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=δῐκόρυμβος | ||
|Medium diacritics=δικόρυμβος | |Medium diacritics=δικόρυμβος | ||
|Low diacritics=δικόρυμβος | |Low diacritics=δικόρυμβος |
Latest revision as of 10:53, 15 March 2024
English (LSJ)
δικόρυμβον, twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.
Spanish (DGE)
(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.
German (Pape)
zweigipflig; Παρνασσός Luc. Char. 5; Philostr.
Russian (Dvoretsky)
δικόρυμβος: двувершинный (Παρνασσός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.
Greek Monolingual
δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].
Greek Monotonic
δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.