συνοδοιπορέω: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(6_15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synodoiporeo
|Transliteration C=synodoiporeo
|Beta Code=sunodoipore/w
|Beta Code=sunodoipore/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">travel together</b>, τινι <b class="b2">with</b> one, Nic.Dam.<span class="title">Fr.</span>66.19 J., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>13</span>, <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>27.4</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=[[travel together]], τινι [[travel with]] one, Nic.Dam.''Fr.''66.19 J., Luc.''Herm.''13, ''PGiss.''27.4 (ii A.D.).
}}
{{bailly
|btext=[[συνοδοιπορῶ]] :<br />[[faire route avec]].<br />'''Étymologie:''' [[συνοδοιπόρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνοδοιπορέω [[συνοδοιπόρος]] [[samen de weg afleggen]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[mit reisen]], [[zusammen reisen]]</i>, Luc. <i>Hermot</i>. 13.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοδοιπορέω:''' [[вместе путешествовать]] (τινι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνοδοιπορέω''': ὁδοιπορῶ [[ὁμοῦ]], τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.
|lstext='''συνοδοιπορέω''': ὁδοιπορῶ [[ὁμοῦ]], τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνοδοιπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ταξιδεύω]], [[οδοιπορώ]] μαζί, [[συνταξιδεύω]], <i>τινί</i>, με κάποιον σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [from συνοδοίπορος]<br />to [[travel]] [[together]], τινί with one, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπορέω Medium diacritics: συνοδοιπορέω Low diacritics: συνοδοιπορέω Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΕΩ
Transliteration A: synodoiporéō Transliteration B: synodoiporeō Transliteration C: synodoiporeo Beta Code: sunodoipore/w

English (LSJ)

travel together, τινι travel with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).

French (Bailly abrégé)

συνοδοιπορῶ :
faire route avec.
Étymologie: συνοδοιπόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοδοιπορέω συνοδοιπόρος samen de weg afleggen.

German (Pape)

mit reisen, zusammen reisen, Luc. Hermot. 13.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπορέω: вместе путешествовать (τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.

Greek Monotonic

συνοδοιπορέω: μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί, με κάποιον σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω [from συνοδοίπορος]
to travel together, τινί with one, Luc.