ἐπόψιμος: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epopsimos | |Transliteration C=epopsimos | ||
|Beta Code=e)po/yimos | |Beta Code=e)po/yimos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπόψιμον, ([[ἐπόψομαι]]) [[that can be looked on]], δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1312. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1012.png Seite 1012]] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1012.png Seite 1012]] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[visible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπόψιμος:''' [[зримый]]: [[δεινόν]], οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπόψιμος''': -ον, ([[ἐπόψομαι]]), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312. | |lstext='''ἐπόψιμος''': -ον, ([[ἐπόψομαι]]), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπόψιμος]], -ον (Α) [[έποψη]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει [[κανείς]] («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — [[κάτι]] τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει [[κανείς]] με τα μάτια του, <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[ἐπόψιμος]], -ον (Α) [[έποψη]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει [[κανείς]] («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — [[κάτι]] τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει [[κανείς]] με τα μάτια του, <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπόψιμος:''' -ον ([[ἐπόψομαι]]), [[ορατός]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐπόψιμος]], ον [[ἐπόψομαι]]<br />that can be looked on, Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 17 March 2024
English (LSJ)
ἐπόψιμον, (ἐπόψομαι) that can be looked on, δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. S.OT1312.
German (Pape)
[Seite 1012] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
visible.
Étymologie: ἐπόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπόψιμος: зримый: δεινόν, οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόψιμος: -ον, (ἐπόψομαι), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.
Greek Monolingual
ἐπόψιμος, -ον (Α) έποψη
εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπόψιμος: -ον (ἐπόψομαι), ορατός, αυτός που μπορεί κάποιος να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.