κάταργμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katargma
|Transliteration C=katargma
|Beta Code=ka/targma
|Beta Code=ka/targma
|Definition=ατος, τό, only pl. [[κατάργματα]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[first offerings]] (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>244</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>22</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, only pl. [[κατάργματα]], [[first offerings]] (cf. [[κατάρχω]] II.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.''IT''244, cf. Plu.''Thes.''22.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.
}}
{{elru
|elrutext='''κάταργμα:''' ατος τό (только pl.)<br /><b class="num">1</b> [[вступительная часть жертвенных даров]] (χέρνιβας καὶ [[κατάργματα]] εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);<br /><b class="num">2</b> (= ἀπαρχαί) [[приносимые в жертву первинки]] lut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάταργμα:''' τό ([[κατάρχω]] II),<br /><b class="num">1.</b> μόνο στον πληθ., [[κατάργματα]], πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κάταργμα:''' τό ([[κατάρχω]] II),<br /><b class="num">1.</b> μόνο στον πληθ., [[κατάργματα]], πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάταργμα:''' ατος τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> вступительная часть жертвенных даров (χέρνιβας καὶ [[κατάργματα]] εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (= ἀπαρχαί) приносимые в жертву первинки Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάταργμα]], ατος, τό, [[κατάρχω]] II]<br /><b class="num">1.</b> only in pl. [[κατάργματα]], the [[first]] offerings, Eur.<br /><b class="num">2.</b> the purifications made by [[such]] offerings, Plut.
|mdlsjtxt=[[κάταργμα]], ατος, τό, [[κατάρχω]] II]<br /><b class="num">1.</b> only in plural [[κατάργματα]], the [[first]] offerings, Eur.<br /><b class="num">2.</b> the purifications made by [[such]] offerings, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 21:20, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταργμα Medium diacritics: κάταργμα Low diacritics: κάταργμα Capitals: ΚΑΤΑΡΓΜΑ
Transliteration A: kátargma Transliteration B: katargma Transliteration C: katargma Beta Code: ka/targma

English (LSJ)

-ατος, τό, only pl. κατάργματα, first offerings (cf. κατάρχω II.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.

German (Pape)

[Seite 1374] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.

Russian (Dvoretsky)

κάταργμα: ατος τό (только pl.)
1 вступительная часть жертвенных даров (χέρνιβας καὶ κατάργματα εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);
2 (= ἀπαρχαί) приносимые в жертву первинки lut.

Greek (Liddell-Scott)

κάταργμα: τὸ·- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. κατάρχω ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ οὐλοχύται, Εὐρ. Ι. Τ. 244· ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.

Greek Monolingual

κάταργμα, τὸ (Α) κατάρχω
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα
οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη της τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

κάταργμα: τό (κατάρχω II),
1. μόνο στον πληθ., κατάργματα, πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.
2. εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κάταργμα, ατος, τό, κατάρχω II]
1. only in plural κατάργματα, the first offerings, Eur.
2. the purifications made by such offerings, Plut.