περιβαρίδες: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(32)
m (elru replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perivarides
|Transliteration C=perivarides
|Beta Code=peribari/des
|Beta Code=peribari/des
|Definition=αἱ, (βᾶρις) a sort of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">women's shoes</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>45</span>, <span class="bibl">Theopomp.Com.52</span>, <span class="bibl">Cephisod.4</span>:—also περίβᾱρα, τά, <span class="bibl">Poll.7.94</span>, Hsch., Phot.</span>
|Definition=αἱ, ([[βᾶρις]]) a sort of [[women's shoes]], Ar.''Lys.''45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also [[περίβαρα]], τά, Poll.7.94, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιβᾱρίδες''': -αἱ, ([[βᾶρις]]) ὑποδημάτων [[εἶδος]], [[κυρίως]] γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.
|elnltext=περιβᾱρίδες -ων, αἱ &#91;[[περί]], [[βαρύς]]] peribarides (een soort damesschoenen).
}}
{{elru
|elrutext='''περιβᾱρίδες:''' ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=αἱ, Α<br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] [[περί]] (<b>πρβλ.</b> <i>περισκελίδες</i>). Αμφίβολη όμως παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. [[βᾶρις]] «[[είδος]] αιγυπτιακού πλοίου»].
|mltxt=αἱ, Α<br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] [[περί]] (<b>πρβλ.</b> <i>περισκελίδες</i>). Αμφίβολη όμως παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. [[βᾶρις]] «[[είδος]] αιγυπτιακού πλοίου»].
}}
{{ls
|lstext='''περιβᾱρίδες''': -αἱ, ([[βᾶρις]]) ὑποδημάτων [[εἶδος]], [[κυρίως]] γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f. pl.<br />Meaning: [[kind of womens shoes]] (Com.).<br />Other forms: also [[περίβαρα]] n. pl. <b class="b2">id.</b> (Poll., H., Phot.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation like [[περισκελίδες]] [[foot-clasps]], [[-rings]], but further unclear foreign word. Comically after [[βᾶρις]] Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.
}}
{{FriskDe
|ftr='''περιβαρίδες''': {peribārídes}<br />'''Forms''': auch [[περίβαρα]] n. pl. ib. (Poll., H., Phot.).<br />'''Grammar''': f. pl.<br />'''Meaning''': [[Art Frauenschuhe]] (Kom.);<br />'''Etymology''': Bildung wie περισκελίδες ‘Fuß-spangen, -ringe’, aber sonst dunkles Fremdwort. Scherzhaft nach [[βᾶρις]] ägypt. Ben. eines Nachens ? Abzulehnende illyrische Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.<br />'''Page''' 2,513
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[woman's shoes]]
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβᾱρίδες Medium diacritics: περιβαρίδες Low diacritics: περιβαρίδες Capitals: ΠΕΡΙΒΑΡΙΔΕΣ
Transliteration A: peribarídes Transliteration B: peribarides Transliteration C: perivarides Beta Code: peribari/des

English (LSJ)

αἱ, (βᾶρις) a sort of women's shoes, Ar.Lys.45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also περίβαρα, τά, Poll.7.94, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 570] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιβᾱρίδες -ων, αἱ [περί, βαρύς] peribarides (een soort damesschoenen).

Russian (Dvoretsky)

περιβᾱρίδες: ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.

Greek Monolingual

αἱ, Α
είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. βᾶρις «είδος αιγυπτιακού πλοίου»].

Greek (Liddell-Scott)

περιβᾱρίδες: -αἱ, (βᾶρις) ὑποδημάτων εἶδος, κυρίως γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: kind of womens shoes (Com.).
Other forms: also περίβαρα n. pl. id. (Poll., H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like περισκελίδες foot-clasps, -rings, but further unclear foreign word. Comically after βᾶρις Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.

Frisk Etymology German

περιβαρίδες: {peribārídes}
Forms: auch περίβαρα n. pl. ib. (Poll., H., Phot.).
Grammar: f. pl.
Meaning: Art Frauenschuhe (Kom.);
Etymology: Bildung wie περισκελίδες ‘Fuß-spangen, -ringe’, aber sonst dunkles Fremdwort. Scherzhaft nach βᾶρις ägypt. Ben. eines Nachens ? Abzulehnende illyrische Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.
Page 2,513

English (Woodhouse)

woman's shoes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)