ὀβολοστατική: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (elru replacement) |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 22:11, 21 March 2024
German (Pape)
[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d'usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.
Greek Monolingual
ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολοστᾰτική: ἡ (sc. τέχνη) ростовщичество Plat., Arst.