στερεομετρία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_10)
m (elru replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stereometria
|Transliteration C=stereometria
|Beta Code=stereometri/a
|Beta Code=stereometri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">measurement of solids, geometry of three dimensions</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>990d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>78b38</span>, <span class="bibl">Ph.1.23</span>, Theo Sm.<span class="bibl">p.1</span> H.</span>
|Definition=ἡ, [[measurement of solids]], [[geometry of three dimensions]], Pl.''Epin.''990d, Arist.''APo.''78b38, Ph.1.23, Theo Sm.p.1 H.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] ἡ, das Ausmessen fester Körper nach Lange, Breite, Tiefe od. Höhe, Stereometrie, Arist. An. post. 1, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] ἡ, das Ausmessen fester Körper nach Lange, Breite, Tiefe od. Höhe, Stereometrie, Arist. An. post. 1, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=στερεομετρία -ας, ἡ &#91;[[στερεός]], [[μέτρον]]] wisk. ruimtelijke meetkunde, stereometrie (d.w.z. meetkunde van driedimensionale lichamen).
}}
{{elru
|elrutext='''στερεομετρία:''' ἡ стереометрия, измерение твердых (объемных) тел Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεομετρία''': ἡ, ἡ [[καταμέτρησις]] τῶν στερεῶν, [[γεωμετρία]] τῶν τριῶν διαστάσεων, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 13, 7.
|lstext='''στερεομετρία''': ἡ, ἡ [[καταμέτρησις]] τῶν στερεῶν, [[γεωμετρία]] τῶν τριῶν διαστάσεων, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 13, 7.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλάδος]] της γεωμετρίας στον οποίο εξετάζονται οι γεωμετρικές ιδιότητες τών στερεών σωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[καταμέτρηση]] τών στερεών σωμάτων [[κατά]] [[μήκος]], [[πλάτος]] και [[βάθος]] ή ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μέτρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:11, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεομετρία Medium diacritics: στερεομετρία Low diacritics: στερεομετρία Capitals: ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: stereometría Transliteration B: stereometria Transliteration C: stereometria Beta Code: stereometri/a

English (LSJ)

ἡ, measurement of solids, geometry of three dimensions, Pl.Epin.990d, Arist.APo.78b38, Ph.1.23, Theo Sm.p.1 H.

German (Pape)

[Seite 936] ἡ, das Ausmessen fester Körper nach Lange, Breite, Tiefe od. Höhe, Stereometrie, Arist. An. post. 1, 13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερεομετρία -ας, ἡ [στερεός, μέτρον] wisk. ruimtelijke meetkunde, stereometrie (d.w.z. meetkunde van driedimensionale lichamen).

Russian (Dvoretsky)

στερεομετρία: ἡ стереометрия, измерение твердых (объемных) тел Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στερεομετρία: ἡ, ἡ καταμέτρησις τῶν στερεῶν, γεωμετρία τῶν τριῶν διαστάσεων, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 13, 7.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
κλάδος της γεωμετρίας στον οποίο εξετάζονται οι γεωμετρικές ιδιότητες τών στερεών σωμάτων
αρχ.
η καταμέτρηση τών στερεών σωμάτων κατά μήκος, πλάτος και βάθος ή ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μετρία (< -μέτρης < μέτρον)].