κωπεύς: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(8) |
m (elru replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopeys | |Transliteration C=kopeys | ||
|Beta Code=kwpeu/s | |Beta Code=kwpeu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, (κώπη) always in | |Definition=-έως, ὁ, ([[κώπη]]) always in plural [[κωπέες]], Att. [[κωπῆς]], [[pieces of wood fit for making oars]], [[spars]], [[Herodotus|Hdt.]]5.23, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''552, ''Lys.''422, And. 2.11, ''IG''12.46.11, 22.1609.95, al. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] ὁ, [[Ruderholz]], breites, zum Rudern taugliches oder gebräuchliches Holz, B. A. 274, 32; Her. 5, 23 ist verbunden ἴδη [[ναυπηγήσιμος]] καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα; so auch Ar. Ach. 526, κωπέων πλατουμένων, vom Schol. richtig erkl.; so Andoc. 2, 11; Theophr.; vgl. Att. Seew. XIV b 114. – Deswegen ist auch Ar. Lys. 422 wohl nicht an Ruderer zu denken, wie der Schol. es [[κωπηλάτης]] erkl.; vgl. Böckh's Staatshaush. I p. 75. 119. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κωπεύς -έως, ὁ [κώπη] (lang) stuk hout. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωπεύς:''' έως ὁ (pl. [[κωπέες]] - атт. [[κωπῆς]]) дерево для изготовления весел Her., Arph. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωπεύς]], -έως, ὁ (Α) [[κώπη]]<br />(μόνο στον πληθ.) <i>κωπέες</i> και (<b>αττ. τ.</b>) <i>κωπῆς</i><br />πλατιά ξύλα [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] κουπιών. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κωπεύς:''' -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. [[κωπέες]], Αττ. [[κωπῆς]], κομμάτια ξύλου, [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κωπεύς''': έως, ὁ, ἀείποτε κατὰ πληθ. κωπέες, Ἀττ. κωπῆς, τεμάχια ξύλων κατάλληλα πρὸς κατασκευὴν κωπῶν, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Λυσ. 422, Ἀνδοκ. 21. 11, κτλ.· ― «κωπέας: τὰ ξύλα τὰ ἐπιτήδεια εἰς κώπας νεῶν· ἢ τοὺς κωπηλάτας» Α. Β. σ. 274, 32. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κωπεύς]], έως,<br />only in plural [[κωπέες]], Attic [[κωπῆς]], pieces of [[wood]] fit for [[making]] oars, oar-spars, Hdt., Ar., etc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:13, 21 March 2024
English (LSJ)
-έως, ὁ, (κώπη) always in plural κωπέες, Att. κωπῆς, pieces of wood fit for making oars, spars, Hdt.5.23, Ar.Ach.552, Lys.422, And. 2.11, IG12.46.11, 22.1609.95, al.
German (Pape)
[Seite 1546] ὁ, Ruderholz, breites, zum Rudern taugliches oder gebräuchliches Holz, B. A. 274, 32; Her. 5, 23 ist verbunden ἴδη ναυπηγήσιμος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα; so auch Ar. Ach. 526, κωπέων πλατουμένων, vom Schol. richtig erkl.; so Andoc. 2, 11; Theophr.; vgl. Att. Seew. XIV b 114. – Deswegen ist auch Ar. Lys. 422 wohl nicht an Ruderer zu denken, wie der Schol. es κωπηλάτης erkl.; vgl. Böckh's Staatshaush. I p. 75. 119.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωπεύς -έως, ὁ [κώπη] (lang) stuk hout.
Russian (Dvoretsky)
κωπεύς: έως ὁ (pl. κωπέες - атт. κωπῆς) дерево для изготовления весел Her., Arph.
Greek Monolingual
κωπεύς, -έως, ὁ (Α) κώπη
(μόνο στον πληθ.) κωπέες και (αττ. τ.) κωπῆς
πλατιά ξύλα κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών.
Greek Monotonic
κωπεύς: -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. κωπέες, Αττ. κωπῆς, κομμάτια ξύλου, κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κωπεύς: έως, ὁ, ἀείποτε κατὰ πληθ. κωπέες, Ἀττ. κωπῆς, τεμάχια ξύλων κατάλληλα πρὸς κατασκευὴν κωπῶν, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Λυσ. 422, Ἀνδοκ. 21. 11, κτλ.· ― «κωπέας: τὰ ξύλα τὰ ἐπιτήδεια εἰς κώπας νεῶν· ἢ τοὺς κωπηλάτας» Α. Β. σ. 274, 32.
Middle Liddell
κωπεύς, έως,
only in plural κωπέες, Attic κωπῆς, pieces of wood fit for making oars, oar-spars, Hdt., Ar., etc.