Ἰάονες: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (elru replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Iaones
|Transliteration C=Iaones
|Beta Code=&#42;)ia/ones
|Beta Code=&#42;)ia/ones
|Definition=[<b class="b3">ῐᾱ], οἱ</b>,= [[Ἴωνες]], <span class="title">Ionians</span>, <span class="bibl">Il.13.685</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>147</span>, etc.; in the mouth of a Persian <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[Ἕλληνες]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>178</span>, <span class="bibl">563</span>(lyr.): sg., [[Ἰάων]] rare, <span class="bibl">Theoc.16.57</span>:—fem. Ἰαονίς, ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.<span class="title">Fr.</span> 74.8: Ἰαονίηθε, [[from Ionia]], ib.2: Ἰαόνιος, α, ον, <span class="title">Greek</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>69</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Pers.</span>899</span>(lyr., Herm. for [[Ἰόνιον]]); <span class="title">Athenian</span>, Orac. ap. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span> 10</span>.</span>
|Definition=[ῐᾱ], οἱ, = [[Ἴωνες]], [[Ionians]], Il.13.685, ''h.Ap.''147, etc.; in the mouth of a Persian = [[Ἕλληνες]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''178, 563(lyr.): sg., [[Ἰάων]] rare, Theoc.16.57:—fem. [[Ἰαονίς]], ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.''Fr.'' 74.8: [[Ἰαονίηθε]], [[from Ionia]], ib.2: [[Ἰαόνιος]], α, ον, [[Greek]], A.''Supp.''69 (lyr.), ''Pers.''899(lyr., Herm. for [[Ἰόνιον]]); [[Athenian]], Orac. ap. Plu.''Sol.'' 10.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰάονες:''' (ᾱ) οἱ [pl. к [[Ἰάων]] (= [[Ἴωνες]]) ионийцы, жители Аттики и Мегары или (вообще) греки Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἰάονες:''' [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί <i>Ἴωνες</i>, [[Ίωνες]], στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = <i>Ἕλληνες</i>, σε Αισχύλ.· ενικ. [[Ἰάων]], [[σπάνιος]], σε Θεόκρ.· [[Ἰαόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ.
|lsmtext='''Ἰάονες:''' [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί <i>Ἴωνες</i>, [[Ίωνες]], στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = <i>Ἕλληνες</i>, σε Αισχύλ.· ενικ. [[Ἰάων]], [[σπάνιος]], σε Θεόκρ.· [[Ἰαόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰάονες:''' (ᾱ) οἱ [pl. к [[Ἰάων]] (= [[Ἴωνες]]) ионийцы, жители Аттики и Мегары или (вообще) греки Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰάονες Medium diacritics: Ἰάονες Low diacritics: Ιάονες Capitals: ΙΑΟΝΕΣ
Transliteration A: Iáones Transliteration B: Iaones Transliteration C: Iaones Beta Code: *)ia/ones

English (LSJ)

[ῐᾱ], οἱ, = Ἴωνες, Ionians, Il.13.685, h.Ap.147, etc.; in the mouth of a Persian = Ἕλληνες, A.Pers.178, 563(lyr.): sg., Ἰάων rare, Theoc.16.57:—fem. Ἰαονίς, ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.Fr. 74.8: Ἰαονίηθε, from Ionia, ib.2: Ἰαόνιος, α, ον, Greek, A.Supp.69 (lyr.), Pers.899(lyr., Herm. for Ἰόνιον); Athenian, Orac. ap. Plu.Sol. 10.

Russian (Dvoretsky)

Ἰάονες: (ᾱ) οἱ [pl. к Ἰάων (= Ἴωνες) ионийцы, жители Аттики и Мегары или (вообще) греки Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάονες: οἱ, ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ Ἴωνες, εἰς οὓς περιλαμβάνονται κατὰ τὸν Ὅμ. (Ἰλ. Ν. 685, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 147) οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς καὶ τῶν Μεγάρων· ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. τ. 6. σ. 287: - ἐν τῇ Περσικῇ γλώσσῃ ἦτο = τῷ Ἕλληνες, Αἰσχύλ. Πέρσ. 178. 583· οὕτω καὶ σήμερον οἱ Τοῦρκοι καλοῦσι τοὺς Ἕλληνας Γιουνάν: - ὁ ἑνικ. Ἰάων εἶναι σπάν., Θεόκρ. 16. 57, πρβλ. Ἰαοναῦ: θηλ. Ἰαονίς, ίδος, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Β· Ἰαονία, ἡ, Ἰωνία, αὐτόθι Α. G. - Ἰαόνιος, α, ον, Ἑλληνικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ.?69, Πέρσ. 899 (κατὰ τὸν Ἔρμανν. ἀντὶ Ἰόνιον)· Ἀθηναῖος, Χρησμ. παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλωνι 10. Ἰᾱ΄ονες· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 949 ὑπάρχει ἡμαρτημένος τύπος Ἰᾰ΄νων.

English (Autenrieth)

Ionians, Il. 13.685†.

Greek Monolingual

Ἰάονες, οἱ (Α)
(εκτεταμένος τ.) οι Ίωνες
2. (στην περσική γλώσσα) οι Έλληνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Ίωνες].

Greek Monotonic

Ἰάονες: [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί Ἴωνες, Ίωνες, στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = Ἕλληνες, σε Αισχύλ.· ενικ. Ἰάων, σπάνιος, σε Θεόκρ.· Ἰαόνιος, , -ον, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.

Middle Liddell

[lengthd. for Ἴωνες,]
the Ionians, including, Il.:—in Persian it was = Ἕλληνες, Aesch.:— sg. Ἰάων rare, Theocr.

Frisk Etymology German

Ἰάονες: {Iáones}
See also: ep. für Ἴωνες.
Page 1,705