Μεγαρεύς: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_8) |
m (elru replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Megareus | |Transliteration B=Megareus | ||
|Transliteration C=Megareys | |Transliteration C=Megareys | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*megareu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, | |Definition=-έως, ὁ, [[citizen of Megara]], Thgn.23, etc.: pl. <b class="b3">Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς</b>, [[Herodotus|Hdt.]]1.59, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">Μεγαρέων δάκρυα</b> 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />[[de Mégare]], [[Mégarien]].<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μεγᾰρεύς:''' έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.<br />έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μεγᾰρεύς''': έως, ὁ, [[πολίτης]] ἢ [[κάτοικος]] τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», ([[ἕνεκα]] τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ [[Μέγαρα]]), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440. | |lstext='''Μεγᾰρεύς''': έως, ὁ, [[πολίτης]] ἢ [[κάτοικος]] τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», ([[ἕνεκα]] τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ [[Μέγαρα]]), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α [[Μεγαρεύς]], θηλ. Μεγαρίς) [[Μέγαρα]]<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα [[Μέγαρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Μεγᾰρεύς:''' -έως, ὁ, [[πολίτης]] των Μεγάρων, πληθ. <i>Μεγαρεῖς</i> ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Μεγᾰρεύς, έως, [from [[Μέγαράδε]]<br />a [[citizen]] of [[Megara]], pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:13, 21 March 2024
English (LSJ)
-έως, ὁ, citizen of Megara, Thgn.23, etc.: pl. Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς, Hdt.1.59, etc.: prov., Μεγαρέων δάκρυα 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
de Mégare, Mégarien.
Étymologie: Μέγαρα.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρεύς: έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.
έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγᾰρεύς: έως, ὁ, πολίτης ἢ κάτοικος τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», (ἕνεκα τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ Μέγαρα), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α Μεγαρεύς, θηλ. Μεγαρίς) Μέγαρα
1. ο κάτοικος τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα Μέγαρα
αρχ.
παροιμ. «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα.
Greek Monotonic
Μεγᾰρεύς: -έως, ὁ, πολίτης των Μεγάρων, πληθ. Μεγαρεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
Μεγᾰρεύς, έως, [from Μέγαράδε
a citizen of Megara, pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc.