περισσοσύλλαβος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
(6_17) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perissosyllavos | |Transliteration C=perissosyllavos | ||
|Beta Code=perissosu/llabos | |Beta Code=perissosu/llabos | ||
|Definition= | |Definition=περισσοσύλλαβον, [[with a syllable more]], γενική Id.''Adv.''166.26, St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Φλεγύα]]. Adv. [[περισσοσυλλάβως]] Id. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἄβαι]], Sch. [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''18, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισσοσύλλᾰβος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη [[κλίσις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ. | |lstext='''περισσοσύλλᾰβος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη [[κλίσις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περιττοσύλλαβος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:39, 22 March 2024
English (LSJ)
περισσοσύλλαβον, with a syllable more, γενική Id.Adv.166.26, St.Byz. s.v. Φλεγύα. Adv. περισσοσυλλάβως Id. s.v. Ἄβαι, Sch. E.Or.18, etc.
German (Pape)
[Seite 593] mit einer überflüssigen, überzähligen Sylbe, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
περισσοσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη κλίσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περισσοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
βλ. περιττοσύλλαβος.